Ομόλογο Κελλί «Άξιον εστί» - «Άδειν»

Ἡ ἵδρυση τοῦ σημερινοῦ κελλίου «Ἄξιόν ἐστιν» ἔγινε ἀπό τούς μοναχούς τῆς ἀρχαίας Μονῆς τοῦ Καλύκα, στό δεύτερο μισό τοῦ 10ου αἰώνα. Ὑπό τοῦ Πρώτου Γαβριήλ, τό 1141, ἀνῆλθε στό βαθμό Μονῆς καί παρέμεινε σέ αὐτή τή βαθμίδα γιά περίπου 300 χρόνια, μέ τό ὄνομα Θεοτόκος τῆς «Ταύλας», ὄνομα πού ἔλαβε ἀπό τούς ἀναβαθμούς (ἤ ἀλλιῶς «τάβλες») πού εἶχε στήν περιοχή του. Ἀποτέλεσε μετόχι τῶν μονῶν Λαύρας καί Κοχλιαρᾶ, ἐνῶ τούς τελευταίους αἰῶνες βρίσκεται στή Μονή τοῦ Παντοκράτορος, στήν ὁποία ἀνήκει ὡς κελλί, ἔχοντας περισσότερα ἀπό 1000 χρόνια ἀδιάκοπης μοναχικῆς διαδοχῆς. Σήμερα εἶναι παντοῦ γνωστό ὡς τό κελλί
στό ὁποῖο γεννήθηκε ὁ ὕμνος τοῦ «Ἄξιόν ἐστιν», στόν ναΐσκο του και μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου Ἐλεούσης, ὅπου ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ ἔψαλε γιά πρώτη φορά αὐτόν τόν ὕμνο. Ἡ εἰκόνα μεταφέρθηκε στόν Ναό τοῦ Πρωτάτου. Πρόκειται γιά τήν πασίγνωστη σήμερα εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ «Ἄξιόν ἐστιν», παγκόσμιο κειμήλιο τῆς Ὀρθοδοξίας καί ἐφέστιος εἰκόνα τοῦ Ἄθω.

Περιεχόμενα

Εἰσαγωγή

Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σε τήν Θεοτόκον, τήν ἀειμακάριστον καί παναμώμητον καί μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν!1

Αὐτά ἦταν τά λόγια, μέ τά ὁποῖα ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ ἐξύμνησε μέ τόσο παράδοξο τρόπο τήν Θεοτόκο. Τό μεγάλο αὐτό θαῦμα συνέβη στόν ναΐσκο τοῦ τότε «Κελλίου τῆς Παναγίας», τό 982 μ.Χ.2 Από τότε ἡ εἰκόνα, ἐνώπιον τῆς ὁποίας ὁ Ἀρχάγγελος ἔψαλε τόν νέο αὐτό ὕμνο, μεταφέρθηκε στόν Ναό τοῦ Πρωτάτου καί, γιά αἰῶνες γνωστή ὡς «Καρυώτισσα»3 βρίσκεται μέχρι καί σήμερα πίσω ἀπό τό Ἅγιο Βῆμα, στό Ἱερό Σύνθρονο, ὡς ἐφέστιος εἰκόνα ὅλου τοῦ Ἄθω καί παγκόσμιο σύμβολο τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀπό τότε ἡ περιοχή τοῦ «λάκκου», ὅπου συνέβη τό θαῦμα, καθώς καί τό κελλί ὀνομάστηκαν «ᾌδειν», ἀπό τό ἀρχαῖο ρῆμα «ᾄδω», πού σημαίνει ψάλλω.

Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης εἶναι ἐκεῖνος πού ἔκανε γνωστό τό κελλί καί τήν εἰκόνα μέ τό ὄνομα τό ὁποῖο φέρουν σήμερα: «Ἄξιόν ἐστιν». Ἔχοντας ὁ Ἅγιος παρατηρήσει τήν ἔλλειψη συναξαριακοῦ ὑπομνήματος γιά τή μεγάλη αὐτή ἑορτή, ἐντόπισε τήν πρώτη διήγηση τοῦ θαύματος ἀπό τόν Σεραφείμ τόν Θυηπόλο, ἡ ὁποία γράφτηκε περί τό 1500. Ἀφοῦ τήν εὐτρέπισε φιλολογικά, τήν διασκεύασε ἐλαφρῶς καί τήν ἐνσωμάτωσε στό «Νέον Μαρτυρολόγιον», πού εξέδωσε στή Βενετία τό 1799, μέ τόν τίτλο «Σεραφείμ τοῦ Θυηπόλου ὑπόμνημα… ἤτοι περί τοῦ Ἀρχαγγελικοῦ ὕμνου, τοῦ “Ἄξιόν ἐστιν”». Παράλληλα, διαμένοντας σέ ἐξάρτημα τῆς Μονῆς τοῦ Παντοκράτορος4 καί συναναστρεφόμενος μέ τόν τότε Δικαῖο Ἱερόθεο, ἀποφάσισαν ἀπό κοινοῦ τήν ἀλλαγή ὀνόματος τοῦ κελλίου. Αὐτό συνάγεται ἀπό ἐπίσημα ἔγγραφα τῆς ἴδιας χρονιᾶς, καθώς σέ ὁμόλογο τοῦ γειτονικοῦ κελλίου τοῦ Ἀκαθίστου (1797),5 τό ὁποῖο ὑπογράφει ὁ ἴδιος ὁ Ἱερόθεος, ἀναφέρεται γιά πρώτη φορά στόν περιορισμό του6 καί τό κελλί τοῦ «Ἄξιόν ἐστιν».7

Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας "Άξιον Εστί"
Ἡ θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας «Ἄξιόν ἐστιν»

Ὡστόσο τό κελλί γιά αἰῶνες ἦταν γνωστό ὡς τό «Κελλί τῆς Παναγίας τό «ἐν τῷ ᾍδη». Ἔτσι φαίνεται σέ ὁμόλογα πού θησαυρίζονται μέχρι σήμερα στό ἀρχεῖο τῆς Μονῆς Παντοκράτορος (πίν. 1). Αὐτό εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικό, ἀφοῦ μᾶς ἐπιτρέπει νά παρακολουθήσουμε τήν ἱστορία του, ὅπως αὐτή συνεχίστηκε μετά τό θαῦμα τοῦ 982.

Ὁ «ἐν τῷ ᾌδειν ἀγρός» τῆς Μονῆς τοῦ Καλύκα

Τίς πρώτες σημαντικές πληροφορίες γιά τό κελλί τοῦ «Ἄξιόν ἐστιν» λαμβάνουμε μέσα ἀπό τίς ἰδιόχειρες σημειώσεις τοῦ Εὐλογίου Κουρίλα. Ὁ Λαυρεώτης κωδικογράφος καί μετέπειτα Μητροπολίτης Κορυτσᾶς ἄφησε πίσω του ὡς παρακαταθήκη σπουδαῖα ἐκκλησιαστικά συγγράμματα. Ἰδιαίτερα σημαντικά εἶναι ἡ «Ἱστορία τοῦ Ἀσκητισμοῦ» (1929) μέ ἐπίκεντρο τόν Ἄθωνα καί ἡ ἰδιόχειρη ἀντιγραφή πληθώρας χειρογράφων πολλῶν μονῶν, ἰδιαιτέρως τῆς Λαύρας, στήν ὁποία ὁ ἴδιος ὑπαγόταν.

Θά σταθοῦμε εἰδικά στή χειρόγραφη συλλογή κωδίκων τῆς Λαύρας, ἡ ὁποία εἶναι γνωστή ὡς «Κώδικας Α΄» καί χρονο λογεῖται μεταξύ 1910 – 1951. Ἐκεῖ ὁ κωδικογράφος ἀναφέρεται στό «Κελλί τῆς Παναγίας» ἤ «ᾌδειν» ὡς τμῆμα τῆς Μονῆς Καλύκα, ἡ ὁποία θεωρεῖται μία ἐκ τῶν ἀρχαιοτέρων μονῶν τοῦ Ἄθω (10ος αἰώνας). Συγκεκριμένα, σέ ἀντίγραφο κώδικα σχετικά μέ τά σύνορα τοῦ Λαυρεώτικου κελλίου τοῦ Ἁγίου Ὀνουφρίου, ὁ Εὐλόγιος προσθέτει μία ὑποσημείωση8 ἐξαιρετικά ἐνδιαφέρουσα, σχετική μέ τή Μονή τοῦ Καλύκα:

«Αὐτή ἡ μονή ἦτο ἐν τοῖς ὁρίοις τοῦ Χιλανδαρίου καί νῦν σώζεται παρεφθαρμένον μόνο τό ὄνομα ἐν τῇ τοποθεσίᾳ Καλίτζα πρός δυσμάς τῆς σερβικῆς μονῆς. Εἶχε τότε ἐν τοῖς ὁρίοις τῶν Καρεῶν ἀγρόν ἤ τσιφλίκιον (ὡς νῦν λέγομεν), τό κελλίον τῆς Παναγίας, τό ᾌδειν, εἰς τὸν λάκκον κάτωθεν τοῦ Σεραγιοῦ, καί τό νῦν λαυριωτικόν Κονάκιον, ἀγορασθέν ὑπό τῆς Λαύρας τό 1159…»9

Ἡ ἰδιόχειρη σημείωση τοῦ Εὐλόγιου Κουρίλα - (Κῶδιξ Α')

Ἡ σημείωσις τοῦ Εὐλογίου, ὅτι τό κελλί χρησιμοποιήθηκε ὡς ἀγρός, δικαιολογεῖται ἀπόλυτα ἀπό τή σημερινή γεωμορφολογική του εἰκόνα. Συγκεκριμένα, πέντε μεγάλοι ἀναβαθμοί («τάβλες») ὑψώνονται μερικά μέτρα πάνω ἀπό τόν «μέγα ρύακα ᾍδη» καί ἐκτείνονται μέχρι τό νότιο τμῆμα τοῦ κελλίου, ἐκεῖ πού βρίσκεται ὁ ναός του. Τό τοπίο αὐτό παλαιότερα ἦταν χωρισμένο στή μέση καί συνυπῆρχαν ἁρμονικά πλούσιοι ἀμπελῶνες καί ἐλαιόδεντρα. Στόν ἴδιο χῶρο γινόταν καί καλλιέργεια σιταριοῦ, ὅπως ἀναφέρουν
χειρόγραφα τοῦ 14ου αἰώνα.10 Αὐτό συμπεραίνεται καί ἀπό τό σύντομο μονοπάτι, πού ξεκινᾶ ἀπό τό ἐπίπεδο αὐτό καί καταλήγει στόν πρωτατινό μύλο, στήν κατωφέρεια τοῦ κελλιοῦ τῆς Σιμωνόπετρας «Εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου». Ὅταν, μετά ἀπό τοὐλάχιστον τέσσερις αἰῶνες λειτουργίας, ὁ παλαιός μύλος πάψει νά ὑπάρχει, θά μετατραπεῖ στό γραφικό παρεκκλήσιο τῶν Ἀρχαγγέλων, μέ τήν προσάρτηση ξύλινης ἐπένδυσης σέ ἐξάρτημά του.11

Αρχείο Ι.Κ.Α.Ο - Μύλος του Πρωτάτου
(Ἀρχεῖο Ι.Κ.Α.Ο, Πρωτατινός μύλος - Κώδ. 3)

Γιά τήν ὕδρευση τῶν χωραφιῶν ἐχρησιμοποιεῖτο ἕνα μικρό πηγάδι παράπλευρα τοῦ ναοῦ, τό ἐπιλεγόμενο «ἁγίασμα τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ», πού βρίσκεται ἀκριβῶς δίπλα ἀπό τό χῶρο ὅπου συνέβη τό θαῦμα· σύμφωνα μέ τήν παράδοση, τό σημεῖο ὑποδείχθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Ἀρχάγγελο. Ὅπως οἱ παλαιότεροι ἔλεγαν, τό πηγάδι αὐτό «δέν στέρεψε ποτέ», πράγμα πού ἐπαληθεύεται ἀπό τό μεγάλο κοίτασμα νεροῦ
πού ἐντοπίζεται μέχρι τίς μέρες μας. Ἀπό ἐκεῖ οἱ μοναχοί μετέφεραν νερό στά χωράφια μέ τήν βοήθεια ἑνός ὑπόσκαφου ἀγωγοῦ. Τό ἀκριβές σημεῖο διοχέτευσης τοῦ νεροῦ εἶναι ἀκόμη ὁρατό στά δεξιά τοῦ ἱεροῦ.

Πέντε ἀκόμη ἀναβαθμοί ἐκτείνονται στήν ἀνωφέρεια τοῦ κελλίου, στό βόρειο τμῆμά του, ὅπου στίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰώνα βρίσκονταν ὀπωροφόρα δέντρα. Γιά τήν ἄρδευσή τους ἐχρησιμοποιεῖτο μιά μεγάλη στέρνα, ἡ ὁποία συνέλεγε τό βρόχινο νερό καί τό διοχέτευε στά μικρά κηπάρια μέ τή βοήθεια ὑπόσκαφων αὐλακίων. Τό μικρό δῶμα στό δυτικό ἄκρο τῶν ἀναβαθμών, τοῦ ὁποίου σήμερα μόνο μέρος τῆς λιθοδομῆς ἔχει ἀπομείνει, χρησίμευε στήν ἀποθήκευση ἐργαλείων γιά τήν περιποίηση τῶν καλλιεργειῶν.

Ἄν γιά κάτι ξεχώριζαν τά ἐδάφη τοῦ κελλίου, αὐτό ἦταν οἱ πλούσιοι ἀμπελῶνές του, οἱ ὁποῖοι χάριζαν γιά αἰῶνες ἐκλεκτό κρασί. Ἤδη ἀπό τά μέσα τοῦ 12ου αἰώνα, μαρτυρεῖται ἡ παρουσία τους σέ Λαυρεώτικο ἔγγραφο, ὅταν ἀκόμη εἶχε τή φροντίδα τοῦ ἀγροῦ ὁ τότε ἡγούμενος τοῦ μονυδρίου τῆς Παναγίας Μακάριος (αὐτό, ὅπως καί ἄλλα σημαντικά ἔγγραφα, θά τά δοῦμε ἀναλυτικά στή συνέχεια). Τοὐλάχιστον γιά τούς δύο τελευταίους αἰῶνες, μέ τήν χρήση φωτογραφικοῦ ὑλικοῦ ἀπό τήν περίοδο αὐτή, μποροῦμε νά ἐντοπίσουμε τόν χῶρο ὅπου ἐκτείνονταν αὐτοί οἱ ἀμπελῶνες. Αὐτός ἦταν τό μεγάλο ἅπλωμα στήν εἴσοδο τοῦ κελλίου καί οἱ δύο ἀκόμη πεζοῦλες πού συνέχιζαν στήν κατωφέρειά του, στά ὅρια τοῦ «βαθέος ρύακος τοῦ Λιβαδογένη». Τόν ἴδιο σκοπό  ἐξυπηρετοῦσαν ἐπίσης οἱ τέσσερις νεοανακαλυφθέντες ἀναβαθμοί στά ἀνατολικά τοῦ κελλίου, σέ ἐπικλινῆ ἐδαφική περιοχή, οἱ ὁποῖοι ὡς σκοπό εἶχαν τόν ἀποστραγγισμό τῶν νερῶν ἀπό τίς συχνές βροχοπτώσεις καί τήν προστασία τῶν ἀμπέλων.

Pavlovski, 1905
«...τό τοπίο αὐτό, παλαιότερα ἦταν χωρισμένο στή μέση, ὅπου συνυπῆρχαν ἁρμονικά πλούσιοι ἀμπελῶνες καί ἐλαιόδεντρα.» Φωτ. Pavlovski, 1905

Ὅπως καί νά ἔχει, ἡ ἰδιαίτερη αὐτή κατανομή τοῦ τοπίου καί ἡ μεγάλη ποσότητα τοῦ νεροῦ μᾶς κάνουν νά πιστεύουμε πώς ἡ περιοχή  (ἡ ὁποία ἔφερε τό ὄνομα «Ταύλα»,12 ἀπό τίς τάβλες ἤ πεζοῦλες, ὅπως λέγονται μέχρι σήμερα οἱ ἀναβαθμοί)  ἦταν μία ἀπό τίς πρῶτες ἐπιλογές τῆς διοικητικῆς ἀρχῆς τοῦ Ὄρους ὡς πρός τήν ἀξιοποίηση γῆς, ὅταν ἡ ἕδρα τοῦ Πρώτου, ὕστερα ἀπό ἐξωτερικές πιέσεις, ἄρχισε νά κινεῖται στά ἐνδότερα τοῦ Ἄθω, γιά νά καταλήξει στίς ἀρχές τοῦ 10ου αἰῶνα στήν τοποθεσία ὅπου βρίσκεται σήμερα. Αὐτός ἦταν ὁ λόγος πού ἀνάγκασε καί τήν μετακίνηση τῶν μοναχῶν τοῦ Καλύκα ἀπό τά ὅρια τῆς Μονῆς Ζυγοῦ, ὅπου βρίσκονταν, στήν περιοχή τῶν Καρεῶν, οἱ ὁποῖοι, στήν ἀναζήτηση ἐπιπλέον καλλιεργήσιμης γῆς, ἐγκαταστάθηκαν στήν «Ταύλα».

Ὅμως ἡ λέξη «ἀγρός» πού ἀναφέρει ἐδῶ ὁ Εὐλόγιος, γιά τόν Ἄθω τοῦ 10ου – 11ου αἰῶνα, εἶχε μιά ἀρκετά βαθύτερη καί οὐσιαστική σημασία: ἀποτελοῦσε ὁρολογία terminus technicus, ὁ ὁποῖος χρησιμοποιεῖτο σέ ἔγγραφα τῆς ἐποχῆς, γιά νά δηλωθεῖ κυρίαρχο μοναστήρι ἤ ἐξάρτημα αὐτοῦ, ὅπως ἦταν τό κελλί, ἡ καλύβη ἤ τό κάθισμα. Ὁ κάτοχος τοῦ ἀγροῦ, εἶχε αὐτό τό δικαίωμα, ἱδρύσεως κυρίαρχης μονῆς, μέ μιά ἀπαραίτητη ὅμως προϋπόθεση: τήν ὑπαγωγή τοῦ ἡγουμένου της στόν Πρῶτο καί τήν τότε Λαύρα τῶν Καρεῶν. Αὐτό συνέβη καί μέ τό «Κελλί τῆς Παναγίας,» τό ὁποῖο τό 1141 (ἐπί ἐποχῆς τοῦ Πρώτου Γαβριήλ), ἀναβαθμίστηκε σέ μονύδριο, ἀφιερωμένο στήν Θεοτόκο.

Ἡ Θεοτόκος τῆς Ταύλας (1141)

Μερικές δεκαετίες μετά τή χειρόγραφη συλλογή τοῦ Εὐλογίου, πραγματοποιεῖται ἡ πρώτη συστηματική ἀνάλυση καί ἔκδοση τῶν κωδίκων πολλῶν μονῶν, στό γνωστό πολύτομο ἔργο «Ἀρχεῖα τοῦ Ἄθω» (Archives de l’ Athos). Οἱ περίπου 1200 ἐγγραφές – συμφωνίες ἀπό τή Βυζαντινή περίοδο ἀναφέρονται ὡς «Πράξεις» καί μᾶς δίνουν σημαντικές πληροφορίες, ὄχι μόνο γιά ἄγνωστες μέχρι σήμερα μονές, ἀλλά καί γιά σημαντικά διοικητικά ζητήματα τῆς ἐποχῆς.

Ἀπό ἐκεῖ ἀντλοῦμε τά λιγοστά ἀλλά σημαντικά στοιχεῖα γιά τή Μονή Καλύκα: ἀφιερωμένη στόν Σωτῆρα ἡ ἀρχαία αὐτή μονή βρισκόταν στή βόρεια πλευρά τοῦ Ὄρους, κάτω ἀπό τόν Μεγάλο Ζυγό καί πλευρικά της Μονῆς Ἐσφιγμένου. Στήν ἐποχή τῆς ἀκμῆς της, καταλάμβανε μία ἰδιαίτερα μεγάλη περιοχή, ἐνῶ συνόρευε μέ μερικές ἀπό τίς παλαιότερες μονές τοῦ Ἄθω, ὅπως τοῦ Ἁγιασμάτη, τοῦ Ἁγίου Φιλίππου καί τήν περίφημη Μονή τοῦ Ζυγοῦ.13 Τό ὄνομά της ἡ Μονή Καλύκα πῆρε ἀπό τόν ἱδρυτή της «Πέτρο τόν Καλλιούκα», τοῦ ὁποίου ἡ ὑπογραφή συναντᾶται σέ δύο πράξεις τῆς Μονῆς Ἰβήρων τό 982.14 Ὁ διάδοχόςτου Ξενοφῶν ὑπογράφει τήν προσάρτηση τοῦ Μονοξυλίτη στή Λαύρα τό 996. Ἄλλοι δύο ἀντιπρόσωποι τῆς μονῆς, οἱ Θωμᾶς καί Δαυίδ,15συνυπογράφουν σέ ἔγγραφα τοῦ 1076 καί 1101/2 ἀντίστοιχα, πράγμα πού φανερώνει πώς τό μοναστήρι ἦταν ἐνεργό στά κοινά τοῦ Ἄθω τοὐλάχιστον μέχρι τίς ἀρχές τοῦ 12ου αἰώνα.

Ἡ Μονή τοῦ Καλύκα, χτισμένη στούς πρόποδες τοῦ Μεγάλου Ζυγοῦ

Τό ἔτος ὅμως 1141 φέρνει τό ὁριστικό τέλος τῆς Μονῆς Καλύκα.16 Ἡ μονή βρίσκεται σέ «πολυχρόνιον ἐρήμωσιν καί σχεδόν παντελῆ κατάπτωσιν», μέ τόν ἡγούμενό της Μακάριο νά εἶναι ὁ τελευταῖος μοναχός. Αὐτό τό ἔτος ὁ Μακάριος προέβη σέ μιά εἰδική συμφωνία μέ τόν Ἀρσένιο, ἡγούμενο τότε τῆς μονῆς Φιλοθέου: ἡ Μονή τοῦ Καλύκα προσαρτᾶται στή Φιλοθέου ὡς μετόχι, μέ τήν ὁμόφωνη γνώμη τοῦ Πρώτου τοῦ Ὄρους Γαβριήλ καί τῆς ὑπόλοιπης συνάξεως. Σέ ἀντάλλαγμα, ὁ ἀγρός τῆς Μονῆς Καλύκα, πού βρισκόταν στίς Καρυές, ἀνάγεται σέ βαθμό Μονῆς μέ τιμώμενο πρόσωπο τήν Θεοτόκο. Τό μονύδριο ἀναφέρεται ἕως σήμερα μέ τό ὄνομα Θεοτόκος τῆς Ταύλας. Ἐκεῖ ἐγκαθίσταται ξανά ὡς ἡγούμενος ὁ Μακάριος, ὁ ὁποῖος ἔλαβε ὅλη τήν κινητή καί ἀκίνητη περιουσία πού βρέθηκε στήν περιοχή. Συγκεκριμένα ἡ πράξη τοῦ 1141 ἀναφέρει:

«Κατά τά χθές προβάντα ἐνυπόγραφα ἔγγραφα ἐπί τῇ συμφωνίᾳ μέσον τοῦ τιμιωτάτου μοναχοῦ κυρ Ἀρσενίου καί ἡγουμένου τῆς σεβασμίας μονῆς τοῦ Φιλοθέου καί τοῦ εὐλαβοῦς μοναχοῦ Μάκαρος καί ἡγουμένου τῆς μονῆς τοῦ Καλύκα ἐκ συμφώνου αὐτῶν καί ἀρεσκείας καί ἡμετέρας βουλήσεως καί κοινῆς γνώμης τῶν τοῦ ὄρους καθηγουμένων γενόμενα, οἰκονομικῷ λόγῳ ἀποκαθισταμένης εἰς μετόχιον τῆς εἰρημένης μονῆς τοῦ Καλύκα διά τήν ἐπισυμβᾶσαν αὐτῇ πολυχρόνιον ἐρήμωσιν καί σχεδόν παντελῆ κατάπτωσιν, καί τῷ μέρει τῆς ἁγίας τοῦ Φιλοθέου μονῆς προσκυρουμένης εἰς ἀναφαίρετον δεσποτείαν καί κυριότητα, τοῦ δ’ ἐν ταῖς Καρεαῖς διακειμένου ἀγροῦ τῆς αὐτῆς μονῆς, τοῦ εἰς μοναστήριον ἀποκαταστάντος εἰς ὄνομα τιμώμενον τῆς ὑπεραγίας δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί οὕτω Ταύλας ὀνομαζομένου ἐν ᾧ καί πᾶσα ἡ εὑρεθεῖσα περιουσία κινητή καί αὐτοκίνητος17 ἀπεδόθη καί παρεδόθη, εἰς τήν ἡγουμενείαν ἐνστάντος τοῦ αὐτοῦ Μάκαρος…»

Ερείπια της Μονής Καλλύκα
Λείψανα τοίχων τῆς Μονῆς Καλύκα - A. Papazotos,. Recherches topographiques au Mont Athos, p. 173

Ἡ στάσις καί καθέδρα τοῦ ἀγροῦ

Ἡ ἡγουμενία τοῦ Μακαρίου διήρκεσε περίπου δώδεκα χρόνια. Στήν πράξη τοῦ 115318 ἀναφέρεται πώς ὁ τότε ἡγούμενος τῆς Λαύρας Νικηφόρος εἶχε ζητήσει, πρίν ἀπό καιρό, ἀπό τόν Πρῶτο Γαβριήλ τήν πλήρη κυριότητα τοῦ ἀγροῦ τῆς Καλύκα, πού ήταν περιουσία «ἰδιοσύστατος»19 καί «ὑποκειμένη» στή Μονή Καλύκα. Ὡς αἰτιολογία ἀνέφερε τά κελλιά τῶν Καρεῶν, τά ὁποῖα ἦταν μικρά καί ἀκατάλληλα γιά τήν στέγαση τῶν ἡγουμένων της. Ὁ Γαβριήλ ἀποδέχτηκε τό αἴτημά του, ἐπικυρώνοντάς το μέ γραπτή συμφωνία, ἡ ὁποία ὅμως θά ἐρχόταν σέ ἰσχύ μετά τή θανή τοῦ Μακαρίου.

Ὁ ἴδιος ὁ Μακάριος ὅμως ἀποποιήθηκε τοῦ ἀγροῦ νωρίτερα μέ γραπτή παραίτηση. Αὐτό ἔγινε γιά τόν «φόβο
τῶν ἀθέων κουρσάρων»
, οἱ ὁποῖοι συχνά λεηλατοῦσαν τίς Καρυές, ἀλλά καί ἐπειδή, λόγῳ γήρατος, δέν μποροῦσε νά φροντίζει πιά τόν ἀγρό καί εἰδικότερα τούς ἀμπελῶνες πού εἶχαν ὑποστεῖ ζημία. Τό ἀντίτιμο γιά τήν παραίτησή του ἦταν εἴκοσι ὑπέρπυρα νομίσματα, τά ὁποῖα ἔλαβε ἀπό τόν Νικηφόρο καί μέτρησε ἐνώπιον τῆς Συνάξεως. Σέ ἀντάλλαγμα, ἡ Μονή τῆς Λαύρας ἔλαβε «τήν ἀναφαίρετον δεσποτείαν καί κυριότητα» τοῦ ἀγροῦ τῆς Καλύκα «εἰς τούς ἑξῆς ἅπαντας καί διηνεκεῖς χρόνους», μέ ἕναν ὅμως εἰδικό ὅρο: τόσο ὁ ἡγούμενος τῆς Λαύρας ὅσο καί οἱ διάδοχοί του στό μέλλον θά πρέπει νά ἀρκεστοῦν μόνο στόν ἀγρό καί ὅ,τι αὐτός προσφέρει (δηλαδή ὅλα τά προνόμια καί τίς ἐξαρτήσεις του), χωρίς νά ἔχουν δικαίωμα στή «στάση» ἤ τήν «καθέδρα», πού, ὅπως φαίνεται, ἀποκτοῦσε ὁ προκάτοχος τοῦ ἀγροῦ: ἡ συμφωνία τοῦ 1153 σημειώνει πώς ὁ Μακάριος εἶχε ἕνα προνόμιο, τό ὁποῖο δόθηκε σέ αὐτόν «οἰκονομίας χάριν»: «τήν στάσιν καί τήν καθέδραν….ἔν τε τῇ ἐκκλησίᾳ καί τῷ κριτηρίῳ», τά ὁποῖα πολύ εὔστοχα ὁ ἱστορικός Παναγιώτης
Χρήστου ἑρμηνεύει ὡς «καθωρισμένο στασίδι (στάσιν) στό ναό καί κάθισμα (καθέδρα) στό κριτήριον».20

Ιερό Κελλί «Άξιον εστίν»
Ἡ πάλαι «Θεοτόκος τῆς Ταύλας» - Τμῆμα τῶν ἀναβαθμῶν

Αὐτό ἐπιβεβαιώνει τήν ἰσχύουσα παράδοση τοῦ Ἄθω, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὁ Γέροντας τοῦ κελλίου εἶχε συγκεκριμένο στασίδι στόν ναό τοῦ Πρωτάτου, καί μάλιστα μπροστά ἀπό τήν Παναγία τοῦ «Ἄξιόν ἐστι». Ἡ «καθέδρα», γιά τήν ὁποία γίνεται λόγος, δέν ἀναφέρεται ἁπλά σέ μία θέση, ἀλλά στή συμμετοχή τοῦ ἑκάστοτε προνομιούχου στή σύναξη, πού λάμβανε χώρα στό «κριτήριον», στό σημερινό κτίριο τῆς Ἱερᾶς Ἐπιστασίας. Μέ τήν παροῦσα πράξη τό παραπάνω προνόμιο ἀναιρεῖται καί βασικά καθίσταται ἀνέκκλητη ἡ ἀναίρεση, ἀφοῦ προτρέπει τούς μελλοντικούς Πρώτους νά μήν ἀνακατευτοῦν σέ αὐτή τή ρύθμιση (οἰκονομία). Παραθέτουμε ἀπόσπασμα ἀπό τήν πράξη τοῦ 1153:

 «Ἐπεί δέ τήν στάσιν καί τήν καθέδραν ἥν εἶχεν ὁ ἐν τοιούτῳ ἀγρῷ προσκαθήμενος μοναχός ἔν τε τῇ ἐκκλησίᾳ καί τῷ κριτηρίῳ δεδώκαμεν ἄλλον πρός οἰκονομίας χάριν, οὐκ ὀφείλεις σύ ὁ καθηγούμενος ἤ ἕτερός τις τῶν μετά σέ ἀνακαλεῖσθαι τό τοιοῦτον δίκαιον, ἀλλά ἀρκεῖσθαι ἐφ’ οἷς ἐλάβετε καί μόνοις καί μή περαιτέρω προβαίνειν· φημί δή χωρίς τῆς τοιαύτης καθέδρας καί στάσεως κατέχει τόν τοιοῦτον ἀγρόν μετά πάντων τῶν δικαίων αὐτοῦ καί προνομίων καί μεθ’ ὧν ἔχει κτήσεων παντοίων καί χρειωδῶν ἄλλων τοῦ ἐν ταῖς Καρέαις ἑτέρου κελλίου αὐτῶν21…εξασφαλιζόμενοι δέ καί τούς μεθ’ ἡμᾶς ἀναδεξομένους τήν τοῦ πρωτάτου προστασίαν τοῦ μή τινα ἔχειν ἐπ’ ἀδείας πρός ἀνατροπήν χωρεῖν τῆς εἰρημένης οἰκονομίας ἡμῶν ἐξ οἰασδήτινος δικαιολογίας ἤ προφάσεως…»

Τό 1154 ἡ Λαύρα ἔλαβε καί τήν κυριότητα τῆς μονῆς τοῦ Καλύκα, ἀφοῦ παραχώρησε στήν Φιλοθέου τήν Μονή τοῦ Χάλδου («τῶν ἡσυχαστῶν»).22

Τό μονύδριο τῆς Παναγίας καθώς καί ἡ Μονή Καλύκα ἐπιβεβαιώνονται σέ μιά σειρά ἀπό χρυσόβουλα τά ὁποῖα ἐξέδωσαν οἱ αὐτοκράτορες Μιχαήλ Γ’ Παλαιολόγος (1259), Ἀνδρόνικος Β’ Παλαιολόγος (1298) καί Ἀνδρόνικος Γ’ Παλαιολόγος (1329). Ἡ τελευταία πράξη, πού ἀναφέρει τόν ἀγρό τῆς Καλύκα ὑπό τήν κατοχή τῆς Λαύρας, εἶναι αὐτή τοῦ μοναχοῦ Καλλίστου23 τό 1395. Μέ ἐπιστολή του πρός τόν Λαυρεώτη ἡγούμενο Εὐθύμιο, ὁ μοναχός Κάλλιστος αἰτεῖται «οἶνον ἀπό τοῦ Καλλύκα μέτρα μη´ καί ἀλεύρι μουζούρια κδ´», πράγμα πού φανερώνει πώς, μέχρι καί τά τέλη τοῦ 14ου αἰώνα, ὁ ἀγρός ἦταν ἰδιαίτερα ἐνεργός.

Στή Μονή Κοχλιαρᾶ (1430)

Ἡ ἑπομένη ἔγγραφη παρουσία τοῦ κελλίου γίνεται ἀκριβῶς μέ τήν αὐγή τοῦ 16ου αἰώνα. Ὁ Κύριλλος Παυλικιάνωφ, στή συλλογή μεταβυζαντινῶν ἐγγράφων τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου μέ τίτλο «Ἡ Ἀθωνική Μονή τοῦ Βατοπαιδίου ἀπό τό 1462 – 1707», ἐξέδωσε καί τό ἔγγραφο τῆς Συνάξεως τῶν Καρεῶν πού ἀκολουθεῖ, τό ὁποῖο τοποθετεῖται χρονικά περί τό 1501 (πίν. 5). Παράλληλα, ὁ ἴδιος προχώρησε καί στήν ἀνάλυσή του· μιά ἀνάλυση ὅμως πού δέν στερεῖται σφαλμάτων.24 Ἡ ἀρχή τῆς πράξεως, ὅπως αὐτή δημοσιεύτηκε στή συλλογή τοῦ Σλαβολόγου Κυρίλλου, εἶναι ἡ ἑξῆς:

«Μετά τοῦ τρέχοντος ἔτους ζθ´ ἐν ἡμέραις Κοσμᾶ ἱερομονάχ(ου) καί Πρώτου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καί Νικοδή(μ)ου γέροντος τοῦ Κοχλιαρᾶ ἐγένετο ὄχλησις ὑπό τοῦ Πρώτου καί τῶν γερόντω(ν) τῶν καθισμάτων τότε καθεκάστην περί τῶν κελίων ἅπερ εἶχεν ἡ μον(ή)25 τοῦ Κοχλιαρᾶ εἰς μετόχια τοῦ Σαμονᾶ ὅ ἐστι πλησίον τοῦ Πρωτάτου καί τό κελίον τοῦ ἐν τῷ ᾍδη λε(γ)ό(με)νο(ν) (.…)ου ἐκεχώρησαν αὐτά ἐκ τῆς μονῆς τοῦ ἁγί(ου) (….)λου καί ἀπεκατέστησαν αὐτά…»26

Σύμφωνα λοιπόν μέ τό χειρόγραφο αὐτό, τήν ἐποχή πού ἦταν Πρῶτος ὁ Κοσμᾶς ὁ Χιλανδαρινός, ξέσπασε φιλονικία μεταξύ τῆς Συνάξεως τῶν Καρεῶν καί τοῦ μονυδρίου τοῦ Κοχλιαρᾶ (σ.σ. τό σημερινό κελλί τοῦ Ἁγίου Νικολάου «Μπαρμπερᾶ», Χιλανδαρινό), τοῦ ὁποίου ἦταν ἡγούμενος ὁ Νικόδημος, γιά δυό κελλιά τά ὁποῖα τῆς ἀνῆκαν τότε ὡς μετόχια, «τοῦ Σαμονᾶ ὅ ἐστι πλησίον τοῦ Πρωτάτου καί τό κελίον τοῦ ἐν τῷ ᾍδη λεγόμενον…»

Ιερό Κελλί Αγ. Νικολάου «Μπαρμπερά»
Ἱερό Κελλί Ἁγ. Νικολάου «Μπαρμπερᾶ» (νῦν Χιλανδαρινό)

Ἤδη ἀπό τό 1498, ὅταν καί γιά πρώτη καί μοναδική φορά ὁριοθετήθηκαν οἱ γαῖες τοῦ Πρωτάτου, μέ τό χαλ-
κευμένο Τυπικό γνωστό καί ὡς «Νόμος καί Τύπος»,27 τό Πρωτάτο διεκδίκησε καί ἔλαβε πίσω πολλές ἀπό τίς κτήσεις πού βρίσκονταν ἐντός τῶν ὁρίων του· ἀκόμη καί αὐτές πού νομίμως εἶχαν περιέλθει στό παρελθόν ὑπό τήν κατοχή τῶν μεγάλων μονῶν. Βοσκοτόπια τά ὁποῖα ἐκμεταλλεύονταν παρανόμως οἱ μονές, κελλιά τά ὁποῖα βρίσκονταν ὑπό τήν κατοχή μονυδρίων, ἐπέστρεφαν πάλι στήν Δεσποτεία τοῦ Πρώτου ὑπό τήν ἐπίκληση τοῦ νέου Τυπικοῦ, τό ὁποῖο σέ εἰδικές περιπτώσεις ξεπερνοῦσε ἀκόμη καί τόν περιορισμό του, ἀναζητῶντας τά κεκτημένα σέ ἄλλες περιοχές.28 Ἡ παροῦσα λοιπόν πράξη, σχετικά μέ τό κελλί τοῦ «ᾍδη» καί τοῦ Σαμωνᾶ, ἀναφέρεται σέ μιά ἀπό αὐτές τίς διεκδικήσεις τοῦ Πρωτάτου, γιά τήν ὁποία ὅμως οἱ μοναχοί του Κοχλιαρᾶ ἀντέδρασαν σθεναρά. Τότε ὁ Πρῶτος τοῦ Ἁγίου Ὅρους Κοσμᾶς ἐπιβεβαίωσε τήν κυριότητα τῆς μονῆς στήν ἀμφισβητούμενη ἰδιοκτησία, ὥστε νά μήν δημιουργηθεῖ ξανά «…ὄχλησις ὑπό τῶν μοναχῶν τῶν εὑρισκομένων ἐν τῇ μονῇ τοῦ Κοχλιαρᾶ διά τῶν προρηθέντων κελίων».29

Τό ἔγγραφο ὅμως αὐτό τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου μᾶς δίνει μία ἀκόμη πληροφορία: ὅταν ἡ κυριότητα τῶν κελ-
λίων μεταβιβάστηκε στόν Κοχλιαρά, οἱ μοναχοί «ἀπεκατέστησαν αὐτά», πράγμα πού προϋποθέτει κάποιου εἴδους ἐργασία στήν κτιριακή δομή τους εἴτε ὡς ἐπέκταση εἴτε ὡς ἐπιδιόρθωση πιθανῶν ζημιῶν. Γνωρίζουμε πώς ὁ Κοχλιαράς εἶχε αὐτή τή δυνατότητα, ἀφοῦ ἦταν μία ἀπό τίς εὔπορες καί οἰκονομικά εὔρωστες μονές. Ἡ παρουσία της μαρτυρεῖται ἤδη ἀπό τά τέλη τοῦ 12ου αἰώνα, ὅταν ἡ Μονή Δοχειαρείου, γιά χρέη 30.000 γροσίων, μετεβίβασε σέ αὐτήν βοσκοτόπι ἐντός τοῦ Ἄθω.30 Ἔτσι πρέπει νά ἦταν ἡ οἰκονομική της κατάσταση σέ ὅλη τήν διάρκεια τῆς πορείας της, ἀφοῦ ἀκόμη καί τόν 16ο αἰώνα, καί συγκεκριμένα τό 1533, ἀναφέρεται πώς ὁ «κυρ Ἀκάκιος» ἀπό τόν Κοχλιαρά ἀγόρασε ἀπό τούς πειρατές πολλά κλεμμένα κειμήλια ἀπό τήν Ἐσφιγμένου, τά ὁποῖα ἐπέστρεψε στή μονή.31

Στό βατοπαιδινό ἔγγραφο ἀναφέρεται (δυστυχῶς μέ δυσδιάκριτα γράμματα) πώς ἡ μονή πού μεταβίβασε τά κελλιά στόν Κοχλιαρά ἦταν ἡ τοῦ ἁγί(ου) (….)λου. Εἶναι βέβαιο πώς ἡ μονή πού ἀναφέρεται ἐδῶ εἶναι ἡ Μονή τοῦ Ἁγίου Παύλου, γιά ἕναν καί μοναδικό λόγο: ὅταν στίς ἀρχές τοῦ 15ου αἰώνα ἡ Λαύρα δέχτηκε ἐπίθεση ἀπό πειρατές καί, γιά νά ἐπιβιώσει, ἄλλαξε τό σύστημα λειτουργίας της σέ ἰδιόρρυθμο, ἔχοντας ἤδη ἀποχωρήσει πολλοί μοναχοί ἀπό τήν μονή, τό κελλί «τό ἐν τῷ ᾍδῃ» ἐγκαταλείφθηκε. Δημοσιευμένη πράξη μεταβίβασης ἤ ἀνάληψης κυριότητας ἀπό τήν μεριά τοῦ Πρωτάτου δέν ὑπάρχει, τοὐλάχιστον ἕως σήμερα. Ὅπως φαίνεται ἡ Μονή Χιλανδαρίου ἔκανε χρήση τοῦ χρυσόβουλου τοῦ Στέφανου Σίλη τοῦ Ἰσχυροῦ ἀπό τά μέσα τοῦ 14ου αἰώνα, τό ὁποῖο ἀστόχως περιλαμβάνει περιοχές πού ἤδη ἀνῆκαν σέ ἄλλες μονές.32 Ὁ Σμυρνάκης, στό ὀγκῶδες ἔργο του γιά τό Ἅγιο Ὄρος, ἀναφέρει μερικές ἀπό αὐτές, οἱ ὁποῖες ἀνῆκαν ἐξ ἀρχῆς στή Λαύρα. Αὐτές εἶναι: ἡ Μονή Ζυγοῦ, ἡ Χρωμιωτίσσης (Χρομίτζα), τοῦ Μηνίτζη καί φυσικά ἡ Μονή τοῦ Καλύκα μέ τόν ἀγρό της. Μάλιστα ἀναφέρει πώς ἡ Καλύκα εἶναι μία ἀπό τίς περιοχές πού ἀπορροφήθηκαν ἀπό τήν μεγάλη Σερβική Μονή καί ἀπό παραφθορά ἔλαβε τό ὄνομα «Καλίτζα». Ἔτσι, ὡς ὁμοεθνής μονή ἤδη ἀπό τό 1365, ἡ ἁγίου Παύλου ἔλαβε τήν κυριότητα τοῦ κελλίου «ᾌδειν» ἀπό τό Χιλανδάρι. Αὐτό πρέπει νά ἔγινε περίπου τό 1430, ἀφοῦ τήν περίοδο ἐκείνη τό μετόχι τοῦ Σαμωνᾶ ἀναφέρεται ἤδη σέ πράξη τοῦ Βατοπαιδίου νά βρίσκεται ὑπό τήν κατοχή τοῦ Κοχλιαρᾶ.33

Χειρόγραφο Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου
...καί τό κελλί τό «ἐν τῷ Ἅδῃ» λεγόμενον, (1501) - © Ἀρχεῖο Ἱ.Μ.Βατοπεδίου

Δυστυχῶς, ἐλάχιστες εἶναι οἱ πληροφορίες πού ἐντοπίζουμε σήμερα στό ἀρχεῖο τοῦ Χιλανδαρινοῦ κελλίου τοῦ ἁγίου Νικολάου (πρώην Μονή Κοχλιαρᾶ). Πολλά ἀπό τά παλαιά ἔγγραφα κάηκαν ἀπό πυρκαγιά πού ξέσπασε ἐκεῖ στά χρόνια τῆς πανώλης. Ἐπίσης, οἱ 14 ἐναπομείναντες Σλάβικοι κώδικες γιά τά ἔτη 1430 -1469,34 στό ἀρχεῖο τῆς μονῆς Ἁγίου Παύλου, δέν φανερώνουν κάποια ἀγοραπωλησία ἤ παραχώρηση ἰδιοκτησίας σέ σχέση μέ τό Χιλανδάρι ἤ τό μονύδριο τοῦ Κοχλιαρᾶ. Ἡ μόνη πράξη, πού θά μποροῦσε νά ρίξει περισσότερο φῶς στήν ὑπόθεση, ἴσως θησαυρίζεται στό ἀρχεῖο τῆς Μονῆς Χιλανδαρίου, τοῦ ὁποίου ὅμως ἡ καταλογογράφηση καί ἔκδοση τῶν κωδικῶν δέν ἔχει ἀκόμη ὁλοκληρωθεῖ.35

Τό ἔγγραφο τῆς Συνάξεως τῶν Καρεῶν τελειώνει μέ αὐτό πού ὁ Παυλικιάνωφ ὀνομάζει «ρήτρα». Σύμφωνα μέ αὐτή, τά μεγάλα μοναστήρια τοῦ Ἄθω ἀπαγορευόταν νά προσαρτήσουν ὁποιοδήποτε ἀπό τά μονύδρια τῆς περιοχῆς τῶν Καρεῶν: «(…)παν ἔχει τις ἄδειαν προσηλῶσαι τό μονύδριον εἰς μοναστήρ(ιον) μήτε πρῶτος μήτ(ε) σύναξ(ις) μήτ(ε) ἄλλος τις.» Ἡ παραπάνω γενική ρύθμιση, ἡ ὁποία ἐμφανιζόταν σέ πολλά ἀπό τά ἔγγραφα τῆς ἐποχῆς, εἶχε ὡς σκοπό τήν διασφάλιση τῶν δικαιωμάτων τοῦ Πρωτάτου στά διάφορα μονύδρια τῶν Καρεῶν, ἕνα ἐκ τῶν ὁποίων ἦταν καί ὁ Κοχλιαράς. Καί πράγματι, αὐτή ἡ ρήτρα λειτούργησε θετικά γιά τό Πρωτάτο. Μετά ἀπό μισό αἰώνα, ἀμέσως μετά τήν διάλυση τοῦ Κοχλιαρᾶ, ἀπέκτησε ὄχι μόνο τήν κυριότητα τοῦ μονυδρίου ἀλλά καί τῆς περιουσίας του, μέσα στήν ὁποία συμεριλαμβάνονταν τά μετόχια τοῦ Σαμωνᾶ καθώς καί τό κελλί τό «ἐν τῷ “ ᾌδειν”».

Στην Ἱερά Μονή Παντοκράτορος (1550)

Στά μέσα τοῦ 16ου αἰώνα, ὅταν καί διαλύθηκε ο Κοχλιαρᾶς, ἡ Μονή Παντοκράτορος ἔλαβε την κυριότητα τοῦ κελλιοῦ τοῦ «ᾌδειν».36

Ἡ ὑπόθεση ἄρχισε τό 1542. Τότε ἡ Μονή Κοχλιαρᾶ βρισκόταν σέ διένεξη μέ γειτονικό κελλί, τό ὁποῖο καταπατοῦσε τά σύνορά της. Ἡ διαμάχη, ἡ ὁποία ἔφτασε μέχρι τήν Κωνσταντινούπολη, προκάλεσε τήν ἐπέμβαση τοῦ τότε Πατριάρχη Ἰερεμία. Ἡ ἐπιστολή του στόν Πρῶτο τοῦ Ὄρους Γρηγόριο Λαυρεώτη φανερώνει καί τήν κατάσταση τῆς τάξεως τοῦ Κοχλιαρᾶ, ἡ ὁποία διακυβευόταν, ἀφοῦ ἄλλοτε ἀναφέρεται ὡς μονή καί ἄλλοτε ὡς κελλί:

«Oἱ ἐν τῇ Μονῇ τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ λεγομ(έν)ου Χουλιαρᾶ, ἀνέφερον ἡμῖν ὅπερ καταπατοῦνται εἰς τά σύνορα τοῦ κελλίου αὐτῶν, ὑπό τινων ἑτέρων μοναχ(ῶν)…»37

Πράγματι, δέν πρέπει νά διατηρήθηκε περισσότερο ὡς μονή. Μετά τήν Πράξη τοῦ 1547, ὅπου ὁ Νεκτάριος, μοναχός τοῦ Χουλιαρᾶ, συνυπογράφει τήν κυριότητα τῆς Κουτλουμουσίου στήν περιοχή τοῦ Ἀναπαυσᾶ, δέν ἔχουμε ἄλλο στοιχεῖο τῆς ὑπάρξεώς της. Ἐκπίπτοντας στήν τάξη κελλιοῦ ὁ Κοχλιαρᾶς ἔχασε ὁπωσδήποτε καί τά μετόχια του, μέσα στά ὁποῖα συμπεριλαμβανόταν καί τό «ᾌδειν», τό ὁποῖο πέρασε στήν κυριότητα τοῦ Πρωτάτου.

Σχέδιο της Μονής Παντοκράτορος, Βασίλι Μπάρσκι - 18ος αιών.
Vasil Grigorovich Barsky, Μονή Παντοκράτορος (18ος αἰώνας)

Ὅταν τό 1661 ἡ Μεγάλη Μέση (Σύναξις τῶν Καρεῶν) πούλησε μαζικά τά ὀγδόντα τέσσερα κελλιά της, ἡ Μονή
Παντοκράτορος ἀγόρασε μόνο τό ἕνα ἀπό αὐτά. Τό ἴδιο ἀναφέρει ὁ ἱεροδιάκονος Κοσμᾶς Βλάχος στήν ἱστορική πραγματεία του γιά τό Ἅγιον Ὅρος38 καί ἐπιβεβαιώνει ἡ ἔρευνα στό ἀρχεῖο τῆς Μονῆς. Τό κελλί αὐτό ἦταν τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ «Μουτάφη», τό ὁποῖο ὄχι μόνο εὑρίσκεται ἐκτός τῶν ὁρίων τῆς περιοχῆς τοῦ Παντοκράτορα, ἀλλά καί τά χρεωστικά του ὁμόλογα ξεκινᾶνε ἀμέσως μετά τό 1661.

Ὅπως φαίνεται, τό κελλί παραχωρήθηκε στήν Ἱερά Μονή Παντοκράτορος σέ πρότερο χρόνο, μετά τήν διάλυση τῆς μονῆς Κοχλιαρᾶ (περί τό 1550). Ἡ πώληση πρέπει νά ἔγινε ἄμεσα,39 ἀφοῦ σέ ἀντίθεση μέ τό κελλί τοῦ Μουτάφη, τό «ᾌδειν» περικλείονταν ἤδη ἐντός τῶν ὁρίων τοῦ Παντοκράτορα.

Αὐτό τό ὄνομα, «ᾌδειν», φαίνεται πώς συνόδευε τό κελλί τοὐλάχιστον μέχρι τίς ἀρχές τοῦ 20ου αἰώνα, πρίν γίνει εὐρύτερα γνωστό μέ τήν σημερινή του ὀνομασία. Μέ αὐτό τό ὄνομα ἀναφέρεται σέ αὐτό καί ὁ Εὐλόγιος, στήν ὑποσημείωση πού ἀναλύσαμε, ἀλλά καί ὁ Γεράσιμος Σμυρνάκης στό ἔργο του «Τό Ἅγιον Ὄρος».40 Ὁ Ὅσιος Θεόφιλος ὁ Μυροβλύτης (+1548), κάτοικος γειτονικῆς καλύβης, ὑπογράφει ἀπό τό «ἡσυχαστήριο τοῦ Μεγάλου Βασιλείου…ὕπερθεν τοῦ λεγομένου «ᾍδου»41. Ἐκεῖ, δύσκολα κατανοεῖ κανείς ἄν  ὁ Ὅσιος ἀναφέρεται στό κελλί ἤ τόν λάκκο «ᾌδειν»· ἡ σύγχυση εἶναι εὔκολη, ἀφοῦ τό ὄνομα τοῦ κελλίου εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένο καί χρησιμοποιεῖται ταυτόσημα μέ αὐτό τῆς περιοχῆς.

Τό ἴδιο ὄνομα συναντᾶμε καί στά ὁμόλογα τοῦ ἀντίπερα κελλίου τῶν «Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου». Σέ ὁμόλογο τοῦ 1737, ἀναφέρεται στά ὅριά του καί τό γειτονικό μέ τό «ᾌδειν» κελλί τοῦ Ἀκαθίστου. Ἐκεί ἀναφέρεται τό «παλαιόν μονοπάτι» πού βρίσκεται πάνω ἀπό τό κελλί τοῦ Ἀκαθίστου, τό ὁποῖο «σμίγει μέ τήν στράταν πού πηγαίνει εἰς τάς Καρυάς» καί συνεχίζει «εἰς τοῦ ᾍδην ὁδόν.» Αὐτή ἡ ὁδός τοῦ «ᾌδειν» εἶναι τό μονοπάτι πού μέχρι σήμερα «ἀγκαλιάζει» τήν βόρεια πλευρά τοῦ κτιρίου (στήν παλαιά εἴσοδο, στή σημερινή Πόρτα τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ42) καί συνεχίζει στήν κατωφέρειά του, μέ κατεύθυνση τό ποτάμι τοῦ Λιβαδογένη.43

Στή νεώτερη ἱστορία του, ἀπό τό 1850 καί γιά ἀρκετά χρόνια, τό κελλί τοῦ «ᾌδειν – Ἄξιόν ἐστιν» ἀπέκτησε Σλάβικη φήμη, ἐξαιτίας τῆς παρουσίας σέ αὐτό πολλῶν Σλάβων καὶ Σλαβομακεδόνων44 (λόγῳ τῆς τότε ἐπικρατούσης πολιτικῆς καταστάσεως), ἐκ τῶν ὁποίων οἱ περισσότεροι εἶχαν ἑλληνική ρίζα. Ὁ κυριότερος ἐκπρόσωπος τῆς περιόδου αὐτῆς ἦταν ὁ Ἱερομόναχος Ἰωάννης (κατά κόσμον Ἀργύριος Νέδιος, κάτω Νευροκόπι Σερρῶν, προσ. 1885, κουρά 1888),45 ὁ ὁποῖος μετά τήν κοίμησή του ἄφησε μνήμη ὁσίου ἀνδρός. Γνωστός ὡς ὁ «παπα-Γιάννης ὁ Πνευματικός», διέπρεψε ὡς ἐξομολόγος πού χαρακτηριζόταν γιά τήν διάκρισή του καί τίς σοφές συμβουλές. Ἀπό τήν κοίμηση τοῦ Ἱερομονάχου καί ἔπειτα (παραμονή τοῦ Προφήτου Ἠλιοῦ, †1942), ἡ ἐσωτερική ἀλληλογραφία τοῦ κελλίου, ἡ ὁποία εἶναι γραμμένη κυρίως στά Ἑλληνικά, εἶναι ἐπίσης ἐνδεικτική τοῦ ἐσωτερικοῦ πληθυσμοῦ του, ὁ ὁποῖος ἀποτελοῦνταν ἀπό τέσσερις κυρίως μοναχούς τῶν περιχώρων τῆς Μακεδονίας.46

Η διήγηση του Σεραφείμ (1506/1516)

Στίς ἀρχές τοῦ 16ου αἰώνα, κάνει τήν ἐμφάνισή της στά γινόμενα τοῦ Ἄθω ἡ ἰσχυρή ἐμβληματική παρουσία τοῦ ἱερομόναχου Σεραφείμ Θυηπόλου47ὁ ὁποῖος ἐργάστηκε ἰδιαιτέρως γιά τήν ἀνακαίνιση καί ἐπέκταση τοῦ ναοῦ τοῦ Πρωτάτου, ἐνῶ διετέλεσε καί πρῶτος τοῦ Ἁγίου Ὄρους (1538). Παράλληλα, ὑπῆρξε δεινός συνθέτης ἁγιολογικῶν κειμένων, γράφοντας κυρίως γιά ὁσιακές μορφές τῆς ἐποχῆς του καί δή ἀσκητῶν, τούς ὁποίους γνώρισε προσωπικά στόν Ἄθωνα (Ὅσιο Νεκτάριο Καρεώτη, Ἅγιο Διονύσιο ἐν Ὀλύμπῳ καί Ὅσιο Θεόφιλο τόν Μυροβλύτη).

Η διήγηση για το θαύμα του «Άξιον εστίν», Σεραφείμ Θυηπόλου
Δεῖγμα τῆς διηγήσεως τοῦ Ἱερομονάχου Σεραφείμ

Ὁ Σεραφείμ λοιπόν, εἶναι καί ὁ πρῶτος πού κατέγραψε τό θαῦμα τοῦ «Ἄξιόν ἐστι»,48 προσπαθῶντας νά τονώσει τόν λατρευτικό θεσμό τῆς ἐφεστίου εἰκόνας τοῦ Πρωτάτου, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀτονήσει τούς προηγούμενους αἰῶνες. Αἰτία φυσικά, ἦταν οἱ διωγμοί τῶν Λατίνων κατά τόν 13ο καί 14ο αἰώνα,49οἱ ὁποῖοι ἔπληξαν μέ σφοδρότητα τήν εὔρυθμη ἐσωτερική λειτουργία τῆς Ἀθωνικῆς πολιτείας. Ὁ Σεραφείμ ὅμως στήν διήγησή του δέν ὀνομάτισε οὔτε τό κελλί οὔτε τόν χῶρο ὅπου συνέβη τό θαῦμα αὐτό. Ἀρκέστηκε μόνο νά ἀναφέρει ὅτι, μετά τήν ἀγγελοφάνεια, «ὁ λάκκος ἔλαβε τό ὄνομα ᾌδειν (δηλαδή ψάλλειν)».  Ὅμως ὁ Σεραφείμ φαίνεται πώς γνωρίζει τό μέρος πού ἔλαβε χώρα τό θαῦμα, ὅπως προκύπτει ἀπό τήν ἀρχή τῆς διηγήσεως τοῦ ἱερομονάχου, ἡ ὁποία πρέπει νά γράφτηκε μεταξύ 1506 -1516:50

«Εἰς τό Ἅγιον Ὄρος εἰς τήν σκήτην τοῦ Πρωτάτου τό ἐν Καραῖς, ἐγγύς ἔνι λάκκος μέγας Ἄδης λεγόμενος, ἤγουν ὕμνος, ἔχοντος καί κελλίον καί εἰς τό κελλίον ἦν ἱερομόναχος…».

Ἀναφορά στίς Καρυές ὡς «Σκήτη», βρίσκουμε γιά πρώτη φορά στό Τυπικό «Νόμος καί Τύπος» τοῦ 1498,51 τό ὁποῖο συντέθηκε τήν περίοδο πού ὁ Σεραφείμ βρισκόταν ἤδη στό Ὄρος (καί μάλιστα πιθανολογεῖται ἡ ἀνάμειξή του σέ αὐτό52). Ἡ πρώτη ἐπίσημη ἀναφορά σέ αὐτή μέ αὐτό τό ὄνομα γίνεται περί τό 1545.53 Ἑπομένως, ὁ ἱερομόναχος ἀναφέρεται στή «Σκήτη τοῦ Πρωτάτου», ὅπως αὐτή ὀνομάζονταν στά χρόνια του, καί στό κελλί πού τότε ἔχει ὁ κοντινός «μέγας λάκκος ᾍδης» (ἔχοντος καί κελλίον καί εἰς τό κελλίον ἦν ἱερομόναχος). Τό κελλί ὑπάρχει, καί εἶναι τό «ἐν τῷ Ἅδῃ λεγόμενον» τοῦ Κοχλιαρᾶ, ὅπως τό συναντήσαμε αὐτό νωρίτερα στό ἔγγραφο τῆς συνάξεως τῶν Καρεῶν (1501).

Φωτό Sevastianov, 1857
Ἡ παλαιότερη φωτογραφία τοῦ κελλιοῦ ἕως σήμερα - Piotr Ivanovich Sevastianov, 1857

Εἶναι προφανές, πώς ἡ διήγηση τοῦ Σεραφείμ ἔχει ὡς ἀπώτερο σκοπό, νά ἐνισχύσει τόν θεσμό τοῦ Πρώτου, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀρχίσει νά φθίνει. Καί γιά νά γίνει αὐτό, ἦταν σημαντικό νά διατηρηθεῖ τό λατρευτικό ἐπίκεντρο πέριξ τοῦ κεντρικοῦ ναοῦ τῶν Καρεῶν. Αὐτό γίνεται ἰδιαίτερα ἀντιληπτό ἀπό τήν συνέχεια τῆς διηγήσεως στόν ἴδιο χειρόγραφο κώδικα μέ τό θαῦμα τοῦ «Ἄξιόν ἐστιν». Ἡ διήγηση γιά τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ Ἀντιφωνητῆ54πού φυλάσσεται στό Πρωτάτο, ἀναφέρεται ὡς ἕνα ἀκόμη θαῦμα πού ἔγινε «εἰς τόν λάκκον ἐκεῖνον», χωρίς νά δίνονται περισσότερα στοιχεῖα. Ἡ τεχνοτροπία τῆς εἰκόνας ὅμως, ἡ ὁποία τοποθετεῖται χρονικά στόν 16ο αἰώνα, στά χρόνια δηλαδή τοῦ ἱερομονάχου Σεραφείμ, μᾶς πείθει πώς ὁ ἴδιος γνώριζε περισσότερα στοιχεῖα γιά τό θαῦμα, τά ὁποῖα δέν ἀναφέρει.55

Ἀξίζει ὅμως νά δοῦμε σέ γενικές γραμμές, τήν διήγηση τοῦ Σεραφείμ, ὅπως ὁ ἴδιος τήν κατέγραψε γιά πρώτη φορά:

Σέ ἕνα κελλί τῆς Σκήτης τῶν Καρεῶν, στό μεγάλο λάκκο τοῦ “ᾌδειν”, ζοῦσε ἕνας γέροντας ἱερομόναχος μέ τόν ὑποτακτικό του. Κάποιο ἀπόγευμα Σαββάτου ὁ γέροντας πῆγε στό Πρωτάτο γιά τή συνήθη ἀγρυπνία. Ἀργά τό βράδυ ἕνας ξένος ὁδοιπόρος κτύπησε τή θύρα τοῦ κελλίου. Ὁ μοναχός τόν δέχθηκε καί τόν ὁδήγησε, κατά τό ἔθος, στήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Ἐκεῖ, ὁ ξένος ἔψαλε μέ ἐξαίσια μελωδία τόν ἄγνωστο ὡς τότε ὕμνο “Ἄξιόν ἐστιν”. Ἔκθαμβος ὁ μοναχός τοῦ ζήτησε νά γράψει τόν ὕμνο. Μή ἔχοντας χαρτί, προσκόμισε μιά πλάκα ὅπου ὁ ξένος, πού δέν ἦταν ἄλλος ἀπό τόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ, θαυματουργικά σύροντας τό δάκτυλο ἔγραψε τόν ὕμνο καί κατόπιν ἔγινε ἄφαντος. Ἡ πλάκα μεταφέρθηκε στή Σύναξη καί τόν Πρῶτο, ὁ ὁποῖος μέ τήν σειρά του τήν ἔστειλε στήν Κωνσταντινούπολη, μέ γράμματα γιά τόν Αὐτοκράτορα καί τόν Πατριάρχη. Ἀπό τότε καί ὁ λάκκος ἔλαβε τήν ὀνομασία λάκκος τοῦ “ᾌδειν” (δηλαδή ψάλλειν).56

Λατρευτικός εορτασμός

Ἡ παραπάνω καταγραφή τοῦ θαύματος ἀπό τόν Σεραφείμ ἐπέτυχε καί τήν εἰσαγωγή τῆς ἑορτῆς στά ἔντυπα μηναῖα τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου γιά πρώτη φορά στίς 11 Ἰουνίου τοῦ 1568 ἀναγράφεται «Ἡ Σύναξις τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ ἐν τῷ ᾌδειν».57 Στό παρελθόν, ἡ μόνη καταγεγραμμένη λατρεία τῆς Παναγίας τοῦ «ᾍδου» ἦταν αὐτή τῆς λιτανείας πέριξ τῶν Καρεῶν, ἡ ὁποία γίνεται ἕως τίς ἡμέρες μας κατά τήν Διακαινήσιμο. Ἀπό τό Τυπικό της μποροῦμε νά καταλάβουμε ὅτι ἡ λιτανεία ἀποτελοῦσε ἀρχαία συνήθεια, ἀφοῦ στίς στάσεις τῆς εἰκόνας μνημονεύονται τά πάλαι μονύδρια τοῦ Ξυστρῆ (Ἁγίου Ἀνδρέα Σερράϊ) καί Ἀλυπίου (Ἁγίων Ἀποστόλων), δεῖγμα ὅτι μπορεῖ νά ἀνάγεται ἤδη στόν 11ο – 12ο αἰώνα.58

Κουτλουμούσι, λιτανεία - 1913
Κουτλουμούσι, λιτανεία 1913

Γιά τήν 11η Ἰουνίου ὅμως, τοὐλάχιστον ἕως καί τίς ἀρχές τοῦ 16ου αἰώνα, ὁ ἑορτασμός τοῦ «Ἄξιόν ἐστι» δέν εἶχε καθιερωθεῖ στό Πρωτάτο. Αὐτό εἶναι φανερό καί ἀπό τό ἔγγραφο τοῦ Πρώτου Λεοντίου τῆς Μονῆς Διονυσίου, ὅπου ἡ Σύναξη τοῦ 1501, μέ τήν συμμετοχή τῶν Παντοκρατορινῶν, γίνεται «τῷ μηνί Ἰουνίῳ ἡμέρᾳ Παρασκευῇ τῶν ἀγί(ων) ἐνδόξ(ων) ἀποστόλ(ων) Βαρθολομαίου (καί) Βαρνάβα».59 Ὅπως φαίνεται ἡ ἑορτή τῆς 11ης Ἰουνίου τοῦ «Ἄξιόν ἐστι» συμπίπτει μέ αὐτή τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὅμως χρησιμοποιεῖται ἡ τελευταία ὡς ἀναφορά στό ἐπίσημο ἔγγραφο τῶν Καρεῶν.

Στό «ᾌδειν» τά πράγματα φαίνεται πώς ἦταν διαφορετικά. Ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ ὁποῖος μετέπειτα ἐμπλούτισε τήν διήγηση μέ πολλά νέα σημαντικά στοιχεῖα, μᾶς δίνει μιά ἀρκετά ἐνδιαφέρουσα πληροφορία. Ἀναφέρει, ὅτι «τῇ ἑνδεκάτῃ τοῦ Ἰουνίου…οἱ τότε Πατέρες ἐτέλουν Σύναξιν καί ἑορτήν καί Λειτουργίαν κάθε χρόνον ἐν τῷ ρηθέντι κελλίῳ τοῦ “ᾌδειν”, εἰς μνήμην τοῦ θαύματος, τιμῶντες καί δοξάζοντες τόν Ἀρχάγγελον Γαβριήλ…»60Ὁ ἔγκριτος βυζαντινολόγος Κρίτων Χρυσοχοΐδης κάνει σαφῆ διαχωρισμό μεταξύ ἑνός «σημαντικοῦ ἑορτασμοῦ στήν περιοχή τῶν Καρεῶν», ὁ ὁποῖος καθιερώνεται μέ τήν καταχώρησή του στά ἔντυπα μηναῖα τῆς Ἐκκλησίας, καί μιᾶς ἁπλῆς «λατρευτικῆς ἐκδήλωσης στά ὅρια ἑνός κελλίου»61. Αὐτό πού ἀναφέρει ἐδῶ ὁ Ἅγιος Νικόδημος ἀφορᾶ τό δεύτερο· τήν τοπική παράδοση τοῦ κελλιοῦ, κατά τήν ὁποία, ὅπως φαίνεται, ἑορταζόταν ἀπό νωρίς τό θαῦμα μέ Θεία λειτουργία. Ἐκεῖ, οἱ τότε πατέρες «τιμοῦσαν καί δόξαζαν τόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ», χρησιμοποιῶντας λειτουργικό κείμενο ἕτερης σύναξης, 62 ἀφοῦ ἀκολουθία στήν Παναγία τοῦ «ᾍδου» δέν εἶχε γραφτεῖ μέχρι τότε.

Ἡ ἀναφορά τοῦ κελλίου ὡς τοῦ «ᾍδη», ἤδη ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 16ου αἰώνα, εἶναι ἐνδεικτικό καί τῆς λατρευτικῆς παραδόσεως πού ὑπῆρχε (βλ. Μονή Κοχλιαρᾶ, 1501). Γνωρίζουμε πώς, μέχρι καί τό 1850, κατά παράδοση συμμετείχαν καί οἱ πατέρες τοῦ Πρωτάτου, οἱ ὁποῖοι, ἐκτός ἀπό τήν κοινή ἐφέστιο εἰκόνα τοῦ Πρωτάτου, μοιράζονταν καί τή λατρεία, μέ τή συμμετοχή τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος στόν ἑσπερινό τοῦ κελλιοῦ.63

Ἱστορικά στοιχεῖα γιά τό «Ἄξιον ἐστί»

Ὁ ἀρχάγγελος διδάσκει τόν Ὕμνο (λεπτομέρεια ἀπό εἰκόνα τῆς λιτῆς)

Μέσα ἀπό τήν ἀκολουθία στό «Ἄξιόν ἐστι», τήν ὁποία συνέθεσε ὁ Ἱερομόναχος Βενέδικτος ἐκ Σύμης, «εὐλαβείᾳ τῇ πρός τήν Κυρίαν Θεοτόκον, αἰτήσει τῶν τοῦ Πρωτάτου Ἐκκλησιαστικῶν, κατά τό 1838»,64 ἐντοπίζουμε τόν ἀκριβῆ χρόνο τῆς ἀγγελοφάνειας. Συγκεκριμένα, ἀμέσως μετά τήν στ´ ὠδή, ὁ Βενέδικτος παρέθεσε αὐτούσιο τό Συναξάρι τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου. Στό τέλος τοῦ κειμένου πρόσθεσε μιά παράγραφο, ἡ ὁποία μᾶς ἐπιτρέπει νά ἐντοπίσουμε τόν ἀκριβῆ χρόνο τοῦ θαύματος. Συγκεκριμένα ἀναφέρει:

«Τό παρόν θαῦμα ἐγένετο ἐπί τῆς Βασιλείας Βασιλείου καί Κωνσταντίνου τῶν αὐταδέλφων, τῶν καί Πορφυρογενήτων καλουμένων, υἱῶν Ρωμανοῦ τοῦ Νέου ἐν ἔτει σωτηρίῳ 980. Νικολάου δέ τοῦ χρυσοβέργου Πατριαρχοῦντος, ἐν ἔτει ἀπό κτίσεως κόσμου ͵ϚΥʹϞʹ (6490)»

Ὁ Βενέδικτος στό παραπάνω ἀπόσπασμα παραθέτει δύο διαφορετικές ἡμερομηνίες: τό 980 μ.Χ. καί 982 μ.Χ., χρονολογία πού ἀπορρέει ἀπό τό βυζαντινό ἔτος ἀρίθμησης. Πρῶτος ὁ Γεώργιος Μπεκατῶρος, σέ ἄρθρο του στή Θρησκευτική καί Ἠθική ἐγκυκλοπαίδεια,65 ἀναφέρει ὅτι τό θαῦμα τῆς 11ης Ἰουνίου συνέβη τό ἔτος 982 μ.Χ., ἡμέρα Κυριακή. Σύμφωνα μέ τούς Συναξαριστές τοῦ θαύματος, ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ ἔψαλλε τόν ὕμνο αὐτό στό κελλί κατά τήν διάρκεια τοῦ Μεσονυκτικοῦ τῆς ἡμέρας αὐτῆς.66 Τό ὅτι ὅμως ὁ Βενέδικτος παράθεσε δύο χρονολογίες, σύγχρονης καί βυζαντινῆς ἀριθμήσεως, μέ τήν δεύτερη νά εἶναι ἡ σωστή, σημαίνει πώς ὁ ἱερομόναχος ἀπό τήν Σύμη πρέπει νά εἶχε ὑπ’ ὄψιν του παλαιότερο βυζαντινό κώδικα.

Μέ βάση λοιπόν τό 982 μ.Χ., πρέπει νά ἀναφέρουμε πώς βασιλεῖς τῆς ἐποχῆς ἦταν ὁ Βασίλειος Β´ ὁ Βουλγαροκτόνος (976 – 1025) καί ὁ Κωνσταντῖνος Η´ (1025-1028), γνωστοί καί ὡς «Πορφυρογέννητοι»Ὅσον ἀφορᾶ ὅμως τόν Πατριάρχη, ἐδῶ συναντᾶμε μιά ἰδιαιτερότητα. Σέ ὁλόκληρη τήν ἱστορία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, μιά μόνο φορά ἔμεινε κενός,67ὁ πατριαρχικός θρόνος: Αὐτό ἔγινε μεταξύ 980 – 984 μ.Χ., ἐξαιτίας τῶν διωγμῶν καί τῶν ταλαιπωριῶν, πού ἔθεσε σέ ὁλόκληρη τήν Βασιλεύουσα ὁ στρατηγός Βάρδας ὁ Σκληρός. Ἄτυπα, πατριάρχης τῆς ἐποχῆς ἦταν ὁ Νικόλαος Β´ Χρυσοβέργης,68 ἀφοῦ ὁ προηγούμενός του Ἀντώνιος Γ´ Στουδίτης ἐκοιμήθη τό 981. Λόγῳ τῆς καταστάσεως αὐτῆς τότε, ἴσως νά μήν βρεθεῖ ποτέ κάποιο ἔγγραφο σχετικό μέ τήν μετακομιδή τῆς πλάκας στήν Κωνσταντινούπολη οὔτε ἐπίσημη ἐντολή εἰσαγωγῆς τοῦ «Ἄξιόν ἐστι» στή Θεία λειτουργία. Ὅμως κατά τήν παράδοση, ὁ ὕμνος τοῦ «Ἄξιόν ἐστι» φαίνεται πώς ἄρχισε νά ψάλλεται ἤδη ἀπό τήν ἐποχή τοῦ θαύματος, καθώς ἡ πρώτη του γραπτή μαρτυρία ἐντοπίζεται σέ χειρόγραφο τῆς Φλωρεντίας τοῦ 10ου – 11ου αἰώνα.69

Χειρόγραφο Φλωρεντίας Plutei 05.05, Ωρολόγιο 11ου αιώνα
Χειρ. Φλωρεντίας Plutei 05.05, Ὡρολόγιο 11ου αἰώνα

Κατά παράδοση, ὁ ὕμνος τοῦ «Ἄξιόν ἐστι» ψάλλεται σέ ὁλόκληρο τόν Ἄθω σέ β’ ἦχο, ὡς ἀπόρροια τῶν ὁμόηχων μεγαλυναρίων τοῦ Τριαδικοῦ Κανόνα στό Μεσονυκτικό.70Ἐκεῖ εἶναι πού ὁ Ἀρχάγγελος ἔψαλλε τόν ὕμνο τοῦ «Ἄξιόν ἐστι» καί ὄχι στήν «Τιμιωτέρα», ὅπως ἀναφέρεται ἀλλοῦ.71 Σήμερα, μόνο στό κελλί «Ἄξιόν ἐστι», ἀμέσως μετά τά Τριαδικά Μεγαλυνάρια καί πρίν τήν Τιμιωτέρα, προτάσσεται ὁ ὁμώνυμος ὕμνος «εἰς ἀνάμνησιν τῆς θαυμαστῆς ἀγγελοφανείας τοῦ Ἀρχαγγέλου Γαβριήλ». Αὐτό δέν εἶναι σύμφωνο μέ τήν σύνηθη διάταξη τοῦ Ἄθω (ὅπου ψάλεται μόνο ἡ «Τιμιωτέρα»), ἀλλά εἶναι ἡ τάξη πού κατ’ ἐξαίρεσιν ἀκολουθεῖται στό κελλί, λόγῳ τοῦ θαύματος.72

Το Κελλί «Άξιον εστί» στην Τέχνη

Scroll to Top