Ἡ ἀργυρή ἐπένδυση τῆς εἰκόνας

Ἀπό τά ἔργα ἐκκλησιαστικῆς ἀργυροχοΐας τοῦ 19ου αἰῶνα στό Πρωτάτο τό πιό σημαντικό εἶναι ἀσφαλῶς ἡ ἐπένδυση, τό «κόσμημα» του παλλαδίου τῶν Καρεῶν, τῆς Παναγίας Καρυώτισσας. Ἡ ἐπένδυση ἀποτελεῖται ἀπό μονοκόμματο ἀσημένια ἔλασμα μέ ἐπιχρυσώσεις, πού ἀφήνει ἀκάλυπτα μόνο τά πρόσωπα τῆς Θεοτόκου καί τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό χωριστά ἐλάσματα ἒχουν κατασκευασθεῖ τό στέμμα τῆς Θεοτόκου, οἱ ἄγγελοι δεξιά καί ἀριστερά της καί τά χερουβείμ στίς γωνίες. Ὁ χρυσοχόος, σέ γενικές γραμμές, ἀκολουθεῖ τόν τύπο τῆς δεξιοκρατούσας Παναγίας τοῦ Κύκκου, πού εἶναι ζωγραφισμένη σέ ὁλόκληρη τήν ἐπιφάνεια τοῦ ξύλου καί φέρει τήν ἐπιγραφή: Ἡ ΚΑΡΙΩΤΗΣΑ. Ὁ εἰκονογραφικός τύπος τῆς Παναγίας στό κάλυμμα παρουσιάζει μεγαλύτερες συγγένειες μέ ἁγιορειτικά χαρακτηριστικά, κυρίως τοῦ πρώτου μισοῦ τοῦ 19ου αἰῶνα, πού ἀποδίδουν αὐτή τήν ἴδια ἐφέστια τῶν Καρεῶν εἰκόνα μέ τήν προσωνυμία «Η ΕΛΕΟΥΣΑ» καί ἐπιγραφή μέ μνεία στόν ὕμνο «Ἄξιον Ἐστίν». Ὁ χαρακτηριστικός κοντός πέπλος τῆς Κυκκώτισσας εἶναι στήν ἐπένδυση διάσπαρτος μέ μικρά ἀνάγλυφα ἀνοικτά ἄνθη καί τό μαφόριό της μέ λεπτά ἀνθοφόρα κλαδιά, ἀνάλογα μέ ἐκεῖνα, πού κοσμοῦν τόν ἑλισσόμενο βλαστό στό φωτοστέφανό της. Οἱ γονατισμένοι σέ σύννεφα ἄγγελοι, δεξιά καί ἀριστερά της, κρατοῦν στό ἕνα χέρι ἄνθη, ἐνῶ μέ τό ἄλλο δείχνουν τό στέμμα της, κοσμημένο μέ σχηματικά φυτικά θέματα καί πολύχρωμες πέτρες ἀπό ὑαλόμαζα. Ὁ μικρός Χριστός στήν ἀγκαλιά τῆς μητέρας του φορεῖ χιτῶνα μέ ἀνασηκωμένα μανίκια καί πλατύ σφικτό ζωνάρι καί κρατεῖ ἀνοικτό εἰλητάριο, ὅπου εἶναι χαραγμένη ἡ ρήση τοῦ Ἠσαΐα (ξά’,1) στήν ὁποία ἀναφέρεται καί ὁ Χριστός στό κατά Λουκᾶν εὐαγγέλιο «ΠΝΕΥΜΑ / ΚΥΡΙΟΥ / ΕΠ ΕΜΕ / ΟΥ ΕΝΕΚΕ[Ν] / ΕΧΡΙΣΕ ΜΕ / ΕΥΑΓΓΕΛΗ/ΣΑΣΘΑΙ / ΠΤΩΧΟΙΣ ΑΠΕΣΤΑ/ΛΚΕ ΜΕ / ΗΑΣΑ/ΣΘΕ ΤΟΥΣ ΣΝ/ΤΕΤΡΙ/ΜΕΝΟΥΣ / ΤΗ ΚΑΡ/ΔΙΑ» (4,18). Τήν παράσταση συνοδεύει ἡ χαραγμένη ἐπιγραφή Η ΚΑΡΟΙΟΤΙΣΑ, οἱ σχετικές συντομογραφίες ΙΣ ΧΡ καί ΜΡ ΘΥ εἶναι ἐγγεγραμένες σέ φροντισμένα ροκοκό πλαίσια.

Τό κάτω μέρος τῆς ἐπένδυσης - Στό κέντρο ὁ Προφήτης Ἰεσσαί

Ἡ βρεφοκρατοῦσα Θεοτόκος ἀποτελεῖ ἐδῶ τό κύριο, κεντρικό πρόσωπο τοῦ εἰκονογραφικοῦ συνδυασμοῦ τῶν θεμάτων Ρίζα Ἰεσσαί καί «Ἄνωθεν οἱ Προφῆται» πού, σέ μικρογραφία, ἀναπτύσσονται στό περιθώριο τοῦ καλύμματος. Ἔχει μάλιστα προστεθεῖ ξύλινο πλαίσιο στήν εἰκόνα, ὥστε ἡ ἐπιφάνειά της νά μεγαλώσει, γιά νά χωρέσει στήν ἐπένδυση τό νέο εἰκονογραφικό σχῆμα, χωρίς νά ἀλλάξει ἡ κλίμακα τῆς Θεοτόκου. Οἱ βλαστοί τῆς κληματίδας, πού ἐκφύεται ἀπό τόν κοιμισμένο γέροντα Ἰεσσαί (ΙΕΣΕ), στό κέντρο τῆς κάτω πλευρᾶς τοῦ καλύμματος, ἀνεβαίνουν στίς κάθετες πλευρές του καί πλαισιώνουν δώδεκα μετάλλια μέ προτομές προφητῶν. Καθένας ἀπό αὐτούς κρατεῖ στό ἕνα χέρι συμβολικό, σχετικό μέ τή Θεοτόκο, ἀντικείμενο, ἀναφερόμενο καί στό εἰλητάριο, πού κρατεῖ στό ἄλλο χέρι. Οἱ συσχετισμοί αὐτοί, βιβλικές προεικονίσεις τῆς Θεοτόκου, εἶναι ἐμπνευσμένοι ἀπό προφητικά κείμενα καί θεοφάνειες, πού προέρχονται ἀπό μαρτυρίες τῶν εἰκονιζόμενων προφητῶν καί ἀποδίδονται στά κείμενα τῶν εἰληταρίων τους πολύ συνοπτικά, γιατί ὁ διαθέσιμος χῶρος εἶναι ἐλάχιστος. Διακρίνονται ἀνά ζεύγη, ἀρχίζοντας ἀπό πάνω πρός τά κάτω καί ἀπό ἀριστερά πρός τά δεξιά, οἱ προφῆτες, Ἰακώβ μέ τήν κλίμακα (ΚΛΙΜΑΚΑ ΟΥΡ[ΑΝΙΟΝ]) καί Μωυσῆς μέ τίς δέλτους τοῦ νόμου (ΒΑΤΟΝ ΑΚΑΤΑΦΛ[ΕΚΤΟΝ]), Δαβίδ μέ τήν κιβωτό (ΚΙΒΩΤΩΝ ΣΕ ΕΠ) καί Σολομών μέ τήν κλίνη(;) (ΝΑΟΝ ΚΑΙ ΚΛΙΝΗΝ), Ἀαρών μέ τή ράβδο (ΡΑΒΔΟΝ ΒΛΑΣΤΙ[ΣΑΣΑΝ]) καί Γεδεών μέ τόν πόκο ἐρίου (ΠΟΚΟΝ ΘΕΟΔΡ[ΟΣΟΝ]), Ἰερεμίας σέ στάση εὐλογίας (ΗΔΟΥ Ἡ ΠΑΡΘΕ[ΝΟΣ]) καί Ἠσαΐας μέ λαβίδα (ΛΑΒΙΔΑ ΗΝΘΡΑ[ΚΑ]), Ἰεζεκιήλ μέ τήν πύλη (ΠΥΛΗΝ Κ[Ε]ΚΛΟΙΣΜΕ[ΝΗΝ]) καί Δανιήλ μέ τό ὄρος (ἤ λίθο) (ΛΙΘΟΝ ΚΑΙ ΟΡΟΣ), Ἀββακούμ μέ τό ὄρος (ΠΡΟΒΛΕΠΤΙΚΟ) καί Ζαχαρίας μέ τή λυχνία (ΛΥΧΝΙΑΝ ΕΠΤΑΦ[ΩΤΟΝ]).

Ἡ Ἁγία Τριάδα σύμφωνα μέ τό πρότυπο τῆς ἀσημένιας ἐπένδυσης - Κελλί «Ἄξιόν Ἐστι», 19ος αἰῶνας.

Στό πλαίσιο τῆς σύνθεσης, στήν πάνω πλευρά, μέσα στά σύννεφα τοῦ ἔναστρου οὐρανοῦ, εἰκονίζεται ἔκτυπη ἡ Ἁγία Τριάδα (Ἡ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΣ). Ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός, μεταξύ δύο ἀρχαγγέλων, εἶναι καθισμένοι δεξιά καί ἀριστερά της σφαίρας τοῦ κόσμου, ἐνῶ τό Ἅγιο Πνεῦμα ὡς περιστερά κατεβαίνει ἀνάμεσά τους. Στό ἄκρο τῆς κάτω ὁριζόντιας πλευρᾶς εἶναι χαραγμένη ἡ ἐπιγραφή: ΜΝΗΣΘΗΤΙ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΘΕΟΤΟΚΕ, Ἡ ΠΡΟΣΤΑΤΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΤΟΥ ΑΘΩ ΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΕΝ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΙΣ ΣΚΗΤΕΣΙ ΚΑΙ ΚΕΙΛΛΕΙΟΙΣ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΩΝ ΤΟΥ ΚΟΣΜΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΟΥ ΤΑΥΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΣ ΚΑΙ ΑΞΙΩΣΟΝ ΠΑΝΤΑΣ ΤΙΣ ΟΥΡΑΝΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΕΤΕΧΝΕΙΤΕΥΘΗ ΔΙΑ ΧΙΡΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΥΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΑΙΝΙΤΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΩΛΣΤ. ΕΤΟΣ ΕΝ ΤΗ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ, ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΥ 1836 ΕΤ[ΕΙ].

Ἡ εἰκονογραφική σύνθεση στήν ἐπένδυση, ἀναφέρεται στή συνέχεια μεταξύ τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Νέας Διαθήκης καί ἀποδίδει τή βασική δογματική ἀρχή, τήν Ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου μέσῳ τῆς Θεοτόκου καί, κατ’ ἐπέκταση, τή σωτηρία. Οἱ ἀρχές αὐτές ἐκφράζονται μέ τίς βιβλικές προεικονίσεις τῆς Θεοτόκου, σύμφωνα μέ τούς προφῆτες, πού περιλαμβάνονται στή Ρίζα τοῦ Ἰεσσαί, κατά τή ρήση τοῦ Ἠσαΐα, «καί ἐξελεύσεται ράβδος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαί, καί ἄνθος ἐκ τῆς ρίζης ἀναβήσεται καί ἀναπαύσεται ἐπ’ αὐτόν πνεῦμα τοῦ Θεοῦ»(ἰα’,1-3). Ἀναφορά στήν πλήρωση τῆς προφητείας τοῦ Ἠσαΐα ἀποτελεῖ τό κείμενο στό εἰλητάριο, πού κρατεῖ ὁ Χριστός Ἐμμανουήλ στόν κόλπο τῆς μητέρας του (Λουκ. Δ’,17-22)· αὐτή συνέλαβε «τόν ὁμοούσιον Πατρί καί Θείῳ Πνεύματι, Υἱόν καί Λόγον τοῦ Θεοῦ… Τῇ τοῦ Πνεύματος ἐπελεύσει τοῦ παναγίου», ὅπως ἐπιβεβαιώνει ἡ παράσταση τῆς Ἁγίας Τριάδος, ψηλά, στό κέντρο τοῦ πλαισίου.

Αὐτός ὁ εἰκονογραφικός συνδυασμός ἀπαντᾶ στή μεταβυζαντινή περίοδο, μέ ἀρκετές παραλλαγές, στή ζωγραφική, στην ξυλογλυπτική, καί στήν κεντητική. Ἀργυρές ἐπενδύσεις μέ τό ἴδιο δογματικό περιεχόμενο εἶναι γνωστές κυρίως ἀπό τόν 17ο αἰῶνα καί ἑξῆς, ὅπως ἐκείνη τῆς εἰκόνας, πού ὁ Ματθαῖος Μπασαράμπ, βοεβόδας τῆς Μολδαβίας (1632-1654), ἀφιέρωσε στή μονή Χιλανδαρίου καί τῆς Παναγίας Σουμελᾶ. Μιάν ἄλλη, ἐνδιαφέρουσα ἐκδοχή, προσφέρει ἡ εἰκόνα, πού εἶναι ζωγραφισμένη ἀπό τόν Βίκτωρα στό λάβαρο τοῦ Μοροζίνι καί θεωρεῖται ὅτι ἀποδίδει τήν καλυμμένη μέ ἀσήμι Παναγία Μεσοπαντίτισσα, παλλάδιο τοῦ Ἁγίου Τίτου στόν Χάνδακα τῆς Κρήτης. Ἀπό τόν 18ο αἰῶνα καί ἑξῆς, οἱ εἰκονογραφικοί αὐτοί συνδυασμοί εἶναι πιό συχνοί, δέν εἶναι, ὅμως, σαφές πότε ὁ χρυσοχόος ἀκολουθεῖ ὑπάρχοντα σχήματα ἤ πότε δημιουργεῖ δικές του συνθέσεις. Χαρακτηριστικό δεῖγμα τῆς τάσης αὐτῆς, τῆς δημιουργίας νέων εἰκονογραφικῶν συνθέσεων, ἀποτελεῖ τό ἀργυρεπίχρυσο εἰκονίδιο τῆς βρεφοκρατούσας Παναγίας τοῦ Martvili (10ος – 11ος αἰῶνας), πού εἶναι ἔνθετο ὡς κεντρικό θέμα σέ νεότερο πλακίδιο (1787) μέ ἀνάγλυφη Ρίζα Ἰεσσαί. Βλαστός ἤ κληματίδα μέ παραστάσεις προφητῶν με ἤ χωρίς τήν παρουσία τοῦ Ἰεσσαί πλαισιώνει τή Θεοτόκο σέ δύο εἰκόνες τῆς μονῆς Παναχράντου τῆς Ἄνδρου (1763 καί 1795), σέ ἐκείνη τῆς μονῆς τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου (1795) καί στή Μυρελαιώτισσα τοῦ Πατριαρχικοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου στά Ἱεροσόλυμα. Ἀλλά καί τίς θαυματουργές εἰκόνες τοῦ Ἁγίου Ὄρους λαμπρύνουν ἀνάλογες ἐπενδύσεις, ὅπως τήν Παναγία «Τριχεροῦσα», τῆς μονῆς Χιλανδαρίου, τήν Ὁδηγήτρια τῆς μονῆς Ξενοφῶντος (1815) καί τήν «Παραμυθία» (1859) τῆς μονῆς Βατοπεδίου.

Η Παναγία του "Άξιον εστίν" χωρίς την αργυρή επένδυση.
Ἡ Παναγία του «Ἄξιον Ἒστι» χωρίς τήν ἀργυρή ἐπένδυση.

Γιά τήν ἀπόδοση τῆς Καρυώτισσας ὁ χρυσοχόος Ἰωάννης Αἰνίτης ἐφαρμόζει τίς ἀρχές διακόσμησης τῶν καλυμμάτων εἰκόνων τοῦ 18ου αἰῶνα, ὅπως αὐτές εἶχαν διαμορφωθεῖ στίς πρῶτες δεκαετίες του, μέ κύριο ἐκπρόσωπο τόν χρυσοχόο Ἰωάννη Πελοποννήσιο, πού ἔδρασε στό Ἀνατολικό Αἰγαῖο. Ἐκεῖ, ἡ παρουσία τῶν προφητῶν σέ εἰκόνες τῆς Θεοτόκου περιορίζεται στίς γωνίες. Τά ὑπόλοιπα, ὅμως, χαρακτηριστικά, ὅπως τά διάσπαρτα μέ ἄνθη ἐνδύματα τῆς Θεοτόκου, ὁ ἀνθισμένος βλαστός στό φωτοστέφανό της, οἱ ἄγγελοι, πού τή στέφουν καί τά φροντισμένα πλαίσια μέ τίς συντομογραφίες, συνέχισαν νά ἀναπαράγονται καί στή διάρκεια τοῦ 19ου αἰῶνα. Ἀπό πλευρᾶς τεχνοτροπίας, στήν ἐκτέλεση τοῦ ἄνθινου διάκοσμου ἀκολουθεῖται ἐδῶ γραμμή λιγότερο φυσιοκρατική ἀπό ἐκείνη τοῦ πρώτου μισοῦ τοῦ 18ου αἰῶνα, καθώς χρησιμοποιοῦνται τά μέσα του ροκοκό, πού ἐκφράζεται μέ τά μικρά τριαντάφυλλα καί τά πλαίσια τῶν ἐπιγραφῶν. Στό περιθώριο, ἀντίθετα, ἡ λεπτή διακριτική κληματίδα, πού περιβάλλει τά ἐπίχρυσα μετάλλια μέ τούς προφῆτες, συνδέει τήν ἐπένδυση μέ τά ἔργα ἀργυροχοΐας καί χαρακτικῆς τῆς περιόδου. Στό κλῖμα τῆς ἐποχῆς ἀνήκει καί τό στέμμα τῆς Θεοτόκου. Παρά τίς κάποιες ἀδεξιότητες στό σχέδιο, ἡ ἐργασία στήν ἐπένδυση εἶναι φροντισμένη, ὅπως τεκμηριώνουν ἡ ἐναλλαγή τῶν ἐπιπέδων, πού διαφοροποιοῦν τό ἀνάγλυφο καί ἡ ἔξαρση τῶν μορφῶν καί τῶν λεπτομερειῶν μέ τίς ἐπιχρυσώσεις γιά τή δημιουργία χρωματικῶν ἐντυπώσεων. Ὡστόσο, λείπουν ἡ ἑνότητα καί ἡ συνολική ἀντίληψη, ἀδυναμίες, πού χαρακτηρίζουν ἄλλωστε καί ἄλλα ἔργα τοῦ 19ου αἰῶνα.

Ἡ ἐπένδυση τῆς εἰκόνας τῆς προστάτιδος τοῦ Ἁγίου Ὄρους εἶναι σύμφωνα μέ τήν ἐπιγραφή, συλλογικό ἀφιέρωμα ἁγιορειτῶν ἱερομονάχων καί μοναχῶν. Φιλοτεχνήθηκε στή μονή Βατοπεδίου, μέ ἐπιμέλεια τοῦ δραστήριου ἀρχιμανδρίτη Διονυσίου Αἰνίτη. Μέ τή δική του φροντίδα ἐμπλουτίσθηκε μετά τό 1830 τό σκευοφυλάκιο τῆς μονῆς Βατοπεδίου μέ ἀρκετά νέα σκεύη, σέ ἀντικατάσταση ὅσων εἶχαν χαθεῖ στή διάρκεια τῆς τουρκικῆς κατοχῆς.

Αίνος Θράκης
Αἶνος Θράκης, ἡ πατρίδα τοῦ χρυσοχόου Ἰωάννη

Μεταξύ αὐτῶν συγκαταλέγονται οἱ ἐπενδύσεις τῶν θαυματουργῶν βατοπεδινῶν εἰκόνων, τῆς Ἀντιφωνήτριας, τῆς Ἐσφαγμένης καί τῆς Παραμυθίας, ἀλλά καί ἄλλα ἔργα, τήν κατασκευή τῶν ὁποίων ἀνέθεσε σέ Αἰνίτες χρυσοχόους, ὅπως στούς Κωνσταντῖνο καί Γεώργιο, καί, γιά τό παλλάδιο τῶν Καρεῶν, στόν Ἰωάννη. Λίγο ἀργότερα, τό 1839, ὁ Ἰωάννης Αἰνίτης φιλοτέχνησε καί τή συγγενῆ τεχνοτροπικά μέ τό «Ἄξιον Ἐστι» ἐπένδυση τῆς Παναγίας Κουκουζέλισσας στή μονή τῆς Μεγίστης Λαύρας, ὅπου μέ μικρές διαφορές στίς λεπτομέρειες ἐπανέλαβε  τήν ἴδια διακοσμητική ἀντίληψη.

Ἡ Αἶνος, κτισμένη σέ περιοχή, ὅπου ὑπερτεροῦσε τό ἑλληνικό στοιχεῖο, στίς ἐκβολές τοῦ πλωτοῦ ποταμοῦ Ἕβρου, στή συμβολή χερσαίων καί θαλάσσιων δρόμων, ἀποτελοῦσε, ὡς τά μέσα περίπου τοῦ 19ου αἰῶνα, σημαντικό ναυτικό καί ἐμπορικό κέντρο, ὀργανωμένο σέ συντεχνίες. Τά σωζόμενα ἔργα ἀπό τά τέλη τοῦ 18ου καί τίς δύο πρῶτες δεκαετίες τοῦ 19ου αἰῶνα, πού ὑπογράφονται ἀπό Αἰνίτες χρυσοχόους, ἀκολουθοῦν τήν τάση τῆς ὀθωμανικῆς τέχνης, πού εἶχε διαμορφωθεῖ γύρω γύρω στά μέσα τοῦ 18ου αἰῶνα, κατά τόν ὁποῖο κυριαρχοῦν οἱ ροκοκό συνθέσεις μέ τριαντάφυλλα σέ ψηλό ἀνάγλυφο. Στήν τεχνοτροπία αὐτή, δημοφιλῆ καί στή διάρκεια τοῦ 19ου αἰῶνα, ἀπηχοῦν τά ἔργα τοῦ Ἰωάννη Αἰνίτη, σέ ἀπόδοση, ὅμως, πιό λιτή, περισσότερο καλλιγραφική,εἰς τά ὁποῖα τό ἔντονο ἀνάγλυφο περιορίζεται στήν ἀνάδειξη τῶν κύριων μορφῶν, καί μέ ἐμφανεῖς τίς ἐπιδράσεις ἀπό τό χῶρο τῆς χαρακτικῆς, μάλιστα τῆς ἁγιορειτικῆς, τόσο στήν εἰκονογραφία, ὅσο καί στίς λεπτομέρειες.

1. Το Αξιον Εστί: Παναγία η Καρυώτισσα, η εφέστια εικόνα του Πρωτάτου: Ιστορία – λατρεία – τέχνη (2008), Η αργυρή επένδυση της εικόνας /Γ. Οικονομάκη – Παπαδοπούλου, Ιστορικός Τέχνης

Scroll to Top