Η μεγάλη Λιτανεία

του Επισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου

 

Δέν εἶναι μόνο ἡ καλή προαίρεσις τοῦ Τυπικάρη νά ἐπιστρέψει ἀρκετές ὧρες γιά ὕπνο καί ξεκούραση, ἀλλά καί ἡ μέριμνά του νά προλάβουν νά ἔρθουν κι’ ἀπ’ τά μακρύτερα τῶν Καρυῶν καί τοῦ Ὄρους μέρη οἱ πατέρες γιά τή θεία λειτουργία τῆς Δευτέρας της Διακαινησίμου καί νά λάβουν μέρος στή λιτάνευση τῆς θαυματουργοῦ εἰκόνος τοῦ Ἄξιόν Ἐστι. Γιαυτό ἀργά, στίς 6 τό πρωί, δηλαδή, θά σημάνουν οἱ καμπάνες καί θά βάλει εὐλογητός ὁ ἐφημέριος γιά τόν ἀναστάσιμο ὄρθρο.

Καί πάλι στό προσκήνιο καί στίς πρωτοβουλίες οἱ κελλιῶτες θά ἔχουν τόν πρῶτο λόγο, γιατί ὁλότελα δική τους θεωροῦν τή Θαυματουργό Εἰκόνα, γιατί σέ κελλί [συγκεκριμένως στό Παντοκρατορινό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, πού βρίσκεται στόν λάκκο τοῦ «δειν», καί τοῦ ὁποίου σημερινός κάτοχος καί Γέροντας εἶναι ὁ Μοναχός Ἰωάννης (Κυρλέσης Κωνσταντῖνος τοῦ Παύλου ἐκ Νέου Πετριτσίου Σερρῶν, γεν. 1934, προσ. 1963, κουρ. 1964)] ἔγινε τό ψάλσιμο τοῦ ὕμνου ἀπ’ τόν Ἀρχάγγελο καί ἀπό ΄κεῖ τήν μετέφεραν οἱ πατέρες τόν ἑνδέκατο αἰῶνα στό Πρωτάτο, τό κέντρο τῶν δικαιοδοσιῶν καί τῆς πνευματικῆς αἴγλης τοῦ Πρώτου, γιά μεγαλύτερή της τιμή καί γιά νά τήν προσδιορίσουν ὡς τήν πολιοῦχο καί προστάτιδα ὁλοκλήρου τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Εἶναι μεγάλη ἡ ἐγκαύχησις τῆς τάξεως τῶν κελλιωτῶν, γιατί ἐκλαμβάνουν τούς ἑαυτούς τους ὡς ἐξόχους εὐνοημένους ἀπ’ τήν Παναγία. Κυρίως κατά τή σημερινή εὐκαιρία καί πολύωρη λιτανεία συνεχῶς θά τονίζουν καί θά ἐπαλαμβάνουν ὅτι δική τους εἶναι ἡ Εἰκόνα καί ὅτι «δέν Τήν ἔφεραν οἱ Μοναστηριακοί ἀπό κανένα Μοναστήρι τους»…

Κουτλουμούσι, λιτανεία - 1913
Ἡ λιτανεία στό Κουτλουμούσι τό 1913

…Ὅταν ἡ θεία λειτουργία τελειώσει, συλλειτουργούντων, ὅπως εἴπαμε, μόνο τῶν κελλιωτῶν, ἀρχίζουν οἱ ἑτοιμασίες καί οἱ διαδικασίες τῆς μεγάλης λιτανείας.

Τό τυπικό τῆς Λιτανείας

Κάθε μας κίνησις καί κάθε στάσις ἀπ’ ἐδῶ καί πέρα, καί τό τί θά λέμε ἤ θά ψάλλωμε ἑκάστοτε, θά εἶναι ἔγκαιρος μέριμνα τοῦ Τυπικάρη τοῦ Πρωτάτου, ὁ ὁποῖος τά θυμᾶται λόγῳ πείρας «ὅλα ἀπ’ ἔξω»· καλοῦ κακοῦ, ὅμως, ἔχει ὑπό μάλης καί τό Τυπικό, στό ὁποῖο τά πάντα εἶναι καταγεγραμμένα λεπτομερέστατα.

Πρόκειται γιά τήν ἐν χρήσει δερματόδετη χειρόγραφη φυλλάδα, πού φέρει τήν χρονολογία 1913 καί τή χαρακτηριστική ἔνδειξη στήν προμετωπίδα: «…Ἐκαλλιγραφήθη παρά τοῦ Ἰακώβου Ἱερομονάχου, Χίου, δι’ ἐπιμελείας καί δαπάνης τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους». Προφανῶς εἶναι ἀντίγραφο παλαιοτέρου ἤ παλαιοτέρων χειρογράφων…

Κατά τό Τυπικό, λοιπόν αὐτό, «Τό Κοινωνικόν …ὅ ψάλλεται ἐν τῇ Λειτουργίᾳ, ἀλλ’ ἀντί τοῦ Κοινωνικοῦ, ἀναγινώσκεται ὁ διηγηματικός, καί ἐγκωμιαστικός λόγος, τῆς ἁγίας Εἰκόνος τῆς Κυρίας Θεοτόκου τῆς Πρωταϊτίσσης, Ἄξιόν Ἐστιν».

Πολύ σοφή ἡ σκέψις νά ἀναγινώσκεται ὁ λόγος αὐτός τούτη τή στιγμή, διότι ἡ συμμετοχή τῶν κελλιωτῶν στό συλλείτουργο αὐτό ἦταν καί εἶναι μεγάλη, πρᾶγμα πού ἐπιτείνει τόν χρόνο τῆς θείας μεταλήψεως στό Ἱερό Βῆμα, ἀλλά εἶναι ἀναγκαία καί ἡ πίστωσις χρόνου χάριν τῶν διακονητῶν γιά τίς ἀπαραίτητες προετοιμασίες.

Ἀφου ἡ λιτανεία εἶναι καθωρισμένη νά τελῆται ἀπό τότε πού ἡ θαυματουργή εἰκόνα μετεφέρθη καί ἐνεθρονίσθη στόν ἱερό ναό τοῦ Πρωτάτου, δηλαδή τόν Ι’ αἰῶνα, ἡ δέ συνήθεια νά ὑπάρχουν τυπικά στά Μοναστήρια ἐπικρατεῖ ἀφ’ ἧς ἱστορεῖται αὐτή αὕτη ἡ ὑπόστασις τῶν, ἀντιλαμβάνεται κανείς ὅτι καί τά ἔτη τοῦ Τυπικοῦ τῆς Λιτανείας εἶναι τῆς τάξεως…χιλιετηρίδος. Τίς οἵδε λοῖπον ποσοστό ἀντίγραφο- χειρόγραφο εἶναι αὐτό πού θά κρατάη συνεχῶς σήμερα στά χέρια του ὁ Τυπικάρης!;…

«Μετά δέ τήν ἀπόλυσιν τῆς Λειτουργίας, ποιεῖ εὐλογητόν ὁ πρῶτος τῶν ἱερέων, καί ψάλλεται το Χριστός ἀνέστη τρίς· εἶτα συναπτῆς γενομένης, αἴρουσιν εἰς τα χεῖρας οἱ ἱερεῖς τήν Σεβασμίαν Εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, μετά τῶν ἄλλων ἁγίων εἰκόνων, καί τοῦ Σεπτοῦ Εὐαγγελίου, προπορευομένου ἔμπροσθεν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ μετά τῆς σημαίας· (ἤτοι τοῦ κοινῶς λεγομένου Μπαϊρακίου.) Καί οὓτως ἐξερχόμεθα ἀπό τόν Ναόν, ψάλλοντες τούς δυό κανόνας· πρῶτον τόν κανόνα τῆς Λαμπρᾶς εἰς ς΄ (τροπάρια), καί δεύτερον, τόν κανόνα τῆς Θεοτόκου, τόν περί τῆς Εἰκόνος αὐτῆς, διαλαμβάνοντα εἰς η΄, συνακολουθεῖ δέ πᾶν τό πλῆθος μοναχῶν τε καί λαϊκῶν, καί κρούονται μέν πάντα τά σιδηρᾶ τε καί ξύλινα σήμαντρα, κατακροτοῦνται δέ καί πάντες οἱ ἱεροί κώδωνες. (ἤτοι αἱ Καμπάναι.)». (Τυπικόν, σελ. 26)

Ἡ λιτάνευση τῆς εἰκόνας

Φανοί, εἰσοδικά θυμιατά, λάβαρα, σημαῖες, εἶναι ἤδη στό δρόμο καί θά συνοδεύουν τήν εἰκόνα σέ ὅλη τήν διαδρομή. Ἐκτός δέ ἀπ’ τίς γαλανόλευκες σημαῖες, τοῦ φρονήματος τῶν μοναχῶν καί τῆς ἀγάπης των πρός τήν πατρίδα ἐκδηλωτικές, δέν θά λείψουν καί οἱ κιτρινόμαυρες βυζαντινές μέ τόν σταυροστεφανωμένο δικέφαλο ἀετό, ὡς ἱστορική ἐνατένισις καί εὐλαβής ἀναφορά στή δόξα τῆς βασιλεύουσας Πόλης καί στή συγγένεια τοῦ Ὄρους μ’ αὐτήν.

…Μπροστά μπροστά του ὅλου πλήθους, ἕνας νέος στήν ἡλικία μοναχός, μέ ἔκδηλη τήν εὐδιαθεσία στό πρόσωπό του, ὄχι γιατί εἶναι τόσο πρόθυμος νά τηρήσει τήν πρόβλεψη τοῦ Τυπικοῦ, ἀλλά, γιατί εἶναι μεγάλη ἡ κρυπτόμενη μέσα του χαρά, ἔτσι νά ἐκδηλώσει τήν πρός τήν Παναγία εὐλάβειά του, ὁλημερίς καί καθ’ ὅλη τή διαδρομή θά χτυπάει τό ξυλοσήμαντρο.

Ἀκόμη, πιό μπροστά ὅμως, σιωπηλός θά προπορεύεται ἕνας γεροδεμένος λαϊκός ἀπ’ αὐτούς, πού ἐργάζονται σχεδόν μονίμως στίς Καρυές, κρατῶντας στά στιβαρά του χέρια τό Προσκυνητάρι. Πρόκειται γιά ἕνα ξύλινο θρονοσκάμνι, συνοδευόμενο μέ πρός τοῦτο ἱερό κάλυμμα. Θά τά τοποθετεῖ στό κέντρο τῶν ναῶν, ὅπου μπαίνουμε γιά τίς προβλεπόμενες λιτές καί μικροτελετές καθώς καί στίς ἄλλες ὑπαίθριες στάσεις, γιά νά ἐνθρονίζεται ἡ Εἰκόνα. Ἀσφαλῶς καί θά ἀμειφθεῖ γενναιοφρόνως ἀπ’ τήν Ἱερά Ἐπιστασία γι’ αὐτή του, τήν ἄκρως κουραστική, ἀλλά ἁγιασμένη ὑπηρεσία.

Ξεχύνεται, λοιπόν, ἀρκετός κόσμος ἐμπρός γιά νά πιάνει ἐγκαίρως ὑψώματα καί θέσεις γιά νά ἔχει καλλίτερη καί ἀνετώτερη τῆς ὅλης λιτανείας τήν κατόπτευση καί ἀκολουθοῦν ἐν σιωπῇ οἱ περισσότεροι, τήν «εὐχή» τοῦ Κυρίου ἔχοντας στό νοῦ τους καί τή δέηση στή χάρη τῆς Πανάγνου Μητρός Του ἐγκαρδίως ἀπευθύνοντας. Στά χέρια θά κρατοῦν μέ εὐλάβεια κατά τή διαδρομή τήν ἱερή εἰκόνα ἀνά δυό, ἱερομόναχοι, μοναχοί καί λαϊκοί καί θά ἀλλάζονται κάθε τόσο, ὄχι γιατί εἶναι τόσο βαριά, ἀλλά γιατί εἶναι μεγάλη ἡ ἐπιθυμία ὅλων νά τήν κρατήσουν ἔστω καί γιά λίγων μέτρων πορεία στά χέρια τους, «γιά χάρη καί εὐλογία».

Θά ἔχει πολλή δουλειά καί ὁ κανονάρχης, γιατί αὐτός μόνος θά κρατάει τά βιβλία γιά νά κανοναρχεῖ συνέχεια τόν ἀναστάσιμο κανόνα καί τόν ἄλλο τῆς εἰδικῆς λιτανείας, γιατί τό ἀλάνθαστο ψάλσιμο τῶν ψαλτῶν ἀπ’ τή δική του καθαρή ἐπαγγελία θά ἐξαρτᾶται. Καί ὅταν ὅλα θά τελειώνουν, πάλι ἀπ’ τήν ἀρχή. Καί θά ἔχει τόν φόβο μή σκοντάψει σε καμμιά πέτρα, καθώς ὅλη ἡ προσοχή του θά εἶναι στραμμένη στή φυλλάδα.

1. Επισκόπου Ροδοστόλου Χρυσοστόμου, Πρόσωπα & Δρώμενα στον Άθωνα (Η μεγάλη Λιτανεία), σελ. 46 – 64, Άγιον Όρος (2001)

Scroll to Top