Ἡ εἰκόνα «Ἄξιον Ἐστίν»: Τεχνοτροπία

Ἱστορικό

Ξεχωριστή θέση στήν λατρευτική ζωή τοῦ Ἁγίου Ὄρους κατέχει ἡ Παναγία του Ναοῦ τοῦ Πρωτάτου στίς Καρυές, γνωστή μέ τήν προσωνυμία «Ἄξιόν Ἐστι». «Ἡ πάνσεμνος αὐτή καί ἁγία εἰκών ἐξ ἀρχαίων καί παλαιῶν χρόνων ἐστάθη τό καύχημα τῶν Καρεῶν, ἡ δόξα τῶν Πρωτατινῶν, ἡ σκέπη καί προστασία τῶν πέριξ Κελλίων, ἐνῶ παράλληλα εἶναι ἡ δόξα, τό καύχημα καί ἡ προστασία τοῦ Ἁγίου Ὄρους», ὅπως ἀναφέρεται στό τυπικό τῆς λιτανείας τῆς εἰκόνας.

Ἡ ἐφέστια εἰκόνα του «Ἄξιόν Ἐστι» ἔλαβε τήν ὀνομασία της ἀπό θαυμαστό γεγονός, πού συνέβη στό Παντοκρατορινό κελλί τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου κατά τό ἔτος 982. Τό κελλί αὐτό βρίσκεται σέ λάκκωμα, τό ὁποῖο σχηματίζεται στά βόρεια τῶν Καρυῶν. Ἐκεῖ κατοικοῦσε κάποιος εὐλαβής ἱερομόναχος μέ τόν ὑποτακτικό του. Ὁ ἱερομόναχος αὐτός πῆγε κάποιο ἀπόγευμα Σαββάτου στήν ἀγρυπνία, πού γινόταν στόν ἱερό ναό τοῦ Πρωτάτου. Ὁ ὑποτακτικός, ὁ ὁποῖος παρέμεινε στό κελλί, δέχθηκε ἀργά τό βράδυ τήν ἐπίσκεψη ἄγνωστου μοναχοῦ, καί τόν φιλοξένησε τή νύκτα. Ὅταν σηκώθηκαν γιά νά ψάλλουν τήν ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου καί ἔφτασαν στήν «Τιμιωτέραν», ὁ ξένος μοναχός δέν περιορίστηκε στόν παλιό αὐτόν ὕμνο τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ, ἀλλά τόν ἔψαλε προτάσσοντας τόν ἄγνωστο ὡς τότε ὕμνο «Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς μακαρίζειν σέ τήν Θεοτόκον, τήν ἀειμακάριστον καί παναμώμητον καί Μητέρα τοῦ Θεοῦ ἡμῶν». Στόν ἔκπληκτο ὑποτακτικό, πού ζήτησε νά μάθει τόν νέο αὐτόν ὕμνο, δέχθηκε πρόθυμα νά ἀνταποκριθεῖ ὁ ἐπισκέπτης. Κι ἐπειδή δέν βρέθηκε στό κελλί χαρτί καί μελάνι, ἔφερε ὁ ὑποτακτικός μιά πλάκα, ὅπου ὁ ἐπισκέπτης ἔγραψε μέ τό δάκτυλό του τόν ὕμνο «Ἄξιόν ἐστιν», σάν νά χάραζε γράμματα σέ ἁπαλό πηλό. Ἀκολούθως προέτρεψε νά ψάλλουν ἐφεξῆς τόν ὕμνον αὐτόν, ὅπως τόν ἔγραψε καί ἔγινε ἄφαντος· ἦταν ὁ Ἀρχάγγελος Γαβριήλ.

Τό «Ἄξιόν ἐστιν» - Ἡ πόρτα τοῦ Ἀρχάγγελου Γαβριήλ, βλ. «Παραδόσεις & θαύματα»

Αγιογραφικά στοιχεία

Ἡ ἀγγελοχάρακτη πλάκα ἐπιδείχθηκε στούς Γέροντες τῶν Καρυῶν, οἱ ὁποῖοι καί τήν ἀπέστειλαν στήν Κωνσταντινούπολη μέ σχετικά γράμματα πρός τόν πατριάρχη καί τόν αὐτοκράτορα. Ἡ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου μεταφέρθηκε ἀπό τό κελλί στόν ἱερό ναό τοῦ Πρωτάτου, τοποθετήθηκε στό σύνθρονο τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, ὅπου καί παραμένει ὡς «ἔφορος καί προστάτης καί ἐπίσκοπος τοῦ Ἁγίου Ὄρους» (Ἀκολουθία ἰ. Εἰκόνος). Τό κελλί, ὅπου ἔγινε τό θαῦμα, ἔλαβε τήν προσωνυμία «Ἄξιον ἐστί», ἐνῶ τό λάκκωμα, ὅπου βρίσκεται αὐτό, ὀνομάζεται  ἔκτοτε «λάκκος τοῦ ᾊδειν», δηλαδή τοῦ ψάλλειν, γιατί ἐκεῖ ψάλθηκε γιά πρώτη φορά ὁ Θεομητορικός αὐτός ὕμνος. Καί ἐπειδή τό θαῦμα αὐτό ἔγινε στίς ἕνδεκα Ἰουνίου, οἱ πατέρες κάθε χρόνο κατά τήν ἡμέρα αὐτή τελοῦσαν Σύναξη καί θεία Λειτουργία στό κελλί. Ὁ ἀγγελικός αὐτός ὕμνος ἀπό τόν 10ο αἰῶνα εἰσῆλθε σέ λειτουργική χρήση καί διαδόθηκε σέ ὅλους τούς Ὀρθοδόξους. Χρησιμοποιεῖται πολλές φορές στίς ἠμερονύκτιες ἀκολουθίες καί ψάλλεται στή θεία Λειτουργία. Σύμφωνα μέ τήν παράδοση ὁ ὕμνος ψάλθηκε σέ ἦχο Β’, καί αὐτό συνεχίζεται μέχρι σήμερα στόν ναό τοῦ Πρωτάτου.

Στήν εἰκόνα «Ἄξιόν Ἐστι» ἡ Θεοτόκος εἰκονίζεται σέ προτομή στόν τύπο τῆς Παναγίας Κυκκώτισσας, καί εἶναι στραμμένη πρός τά ἀριστερά, κρατῶντας τόν Χριστό μέ τόν ἀριστερό βραχίονα στήν ἀγκαλιά της. Σκύβει τό κεφάλι της καί τό ἀκουμπάει μέ τρυφερότητα στό κεφάλι τοῦ Χριστοῦ, πού εἶναι γερμένο στόν δεξί της ὦμο. Φοράει βαθυπράσινο χιτῶνα μέ χρυσές παρυφές, μελιτζανί μαφόριο μέ χρυσά κρόσσια καί πέπλο τοῦ αὐτοῦ χρώματος μέ χρυσή παρυφή, διακοσμημένο μέ πολύτιμες πέτρες. Μαφόριο καί πέπλο διανθίζονται μέ ἀργυροκονδυλιές. Ὁ Χριστός κάθεται στήν ἀγκαλιά τῆς Παναγίας, ἔχοντας ἐκτεταμένο τό ἀριστερό πόδι καί λυγισμένο τό δεξί, μέ τό κεφάλι γερμένο στόν δεξιό ὦμο. Μέ τό ἀριστερό χέρι κρατάει ἀπό τήν παρυφή τόν πέπλο τῆς Παναγίας, ἐνῶ μέ τό δεξιό ἀγγίζει μισάνοιχτο εἰλητάριο, πού κρατάει ἡ Παναγία, μέ τήν ἐπιγραφή: ΠΝ[ΕΥ]ΜΑ Κ[ΥΡΙΟ]Υ ΕΠ’ ΕΜΕ ΟΥ ΕΙΝ[ΕΚΕΝ] [ἔχρισέ μέ εὐαγγελίσασθαι πτωχοῖς ἀπέσταλκε μέ] (Ἠσ. 61-1, Λουκ. 4-18). Φοράει κατάσαρκα γκριζόλευκο, λεπτό ἀχειρίδωτο πουκάμισο πού φτάνει ὡς τά γόνατα, ζώνη πράσινη καί πορτοκαλῆ ἀχειρίδωτο χιτῶνα μέ χρυσοκονδυλιές, πού εἶναι ἀνοικτός στό στῆθος, μέ κουμπιά καί θηλιές.

Ἡ Παναγία τῆς εἰκόνας «Ἄξιόν Ἐστι» ἔχει τόν ἴδιο εἰκονογραφικό τύπο τῆς Παναγίας Κυκκώτισσας, ἐφέστιας εἰκόνας τῆς ὁμώνυμης Μονῆς στήν Κύπρο. Αὐτό σημαίνει ὅτι οἱ ζωγράφοι τῶν δύο εἰκόνων ἀκολουθοῦν κοινό πρότυπο, τό ὁποῖο προέρχεται ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη. Ἰδιαίτερο εἰκονογραφικό ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ὁ ἀνοικτός μπροστά στό στῆθος χιτῶνας τοῦ Χριστοῦ, πού ἔχει κουμπιά καί θηλιές, στοιχεῖο σπάνιο στήν εἰκονογραφία τοῦ Χριστοῦ, καθώς καί τό ὑποκάμισο κάτω ἀπό τόν χιτῶνα του, τό ὁποῖο σέ ἄλλα παραδείγματα εἶναι διάφανο, καί ἀπαντᾶ, ἤδη ἀπό τό 1000 καί ἑξῆς ἕως τόν 14ο αἰῶνα, σέ ἀπεικονίσεις τοῦ Χριστοῦ στή μνημειακή ζωγραφική, τίς φορητές εἰκόνες καί τά εἰκονογραφημένα χειρόγραφα.

Παναγία ἡ «Κυκκώτισα»

Τό βάθος τῆς εἰκόνας εἶναι χρυσό, ὄχι ὅμως καί ὁ φωτοστέφανος τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας, πού εἶναι ἐλαφρά ἔξεργος καί αὐτόξυλος. Τό στοιχεῖο αὐτό δείχνει ὅτι οἱ ἔξεργοι φωτοστέφανοι τῆς εἰκόνας, οἱ ὁποῖοι ἀπαντοῦν σέ εἰκόνες ἐργαστηρίων τῆς Θεσσαλονίκης, ἦταν ἐξαρχῆς ἐπενδεδυμένοι μέ ἀσημένια ἤ ἐπίχρυσα ἐλάσματα. Στό βάθος τῆς εἰκόνας εἶναι ἀναγεγραμμένες οἱ ἀκόλουθες βραχυγραφίες, πού συνοδεύουν τήν Παναγία καί τόν Χριστό: Μ(ΗΤΗ)Ρ Θ(ΕΟ)Υ ἡ ΚΑΡΥΩΤΗCΑ, Ι(ΗΣΟΥ)C Χ(ΡΙΣΤΟ)C.

Ἡ ἀργυρή ἐπένδυση τῆς εἰκόνας

Ὁ εἰκονογραφικός τύπος τῆς Παναγίας στήν ἐπένδυση, μέ βάση τίς τάσεις τῆς ἐποχῆς, διαφοροποιεῖται ἀπό τό πρωτότυπο. Οἱ διαφορές ἐπισημαίνονται κυρίως στήν παρουσία τῶν ἀγγέλων, πού στέφουν τήν Παναγία, στό ἀνοικτό εἰλητάριο, τό ὁποῖο κρατάει ὁ Χριστός καί ὄχι ἡ Παναγία, καί στό δεξί του χέρι, πού καλύπτεται ἀπό τόν πέπλο τῆς Παναγίας. Ἀκολουθεῖ, δηλαδή, ἁγιορείτικα χαρακτικά κυρίως τοῦ πρώτου μισοῦ τοῦ 19ου αἰῶνα, τά ὁποῖα ἐπαναλαμβάνουν, στά βασικά χαρακτηριστικά, τήν ἐφέστια εἰκόνα τοῦ Πρωτάτου, μέ τήν προσωνυμία Ἡ ΕΛΕΟΥΣΑ καί συνοδεύονται μέ ἐπιγραφή, στήν ὁποία γίνεται μνεία τοῦ ὕμνου «Ἄξιόν Ἐστιν». Στήν ἐπένδυση, τό κεντρικό θέμα τῆς βρεφοκρατούσας Θεοτόκου συνδυάζεται μέ δυό συμπληρωματικά θέματα, τήν «Ρίζα τοῦ Ἰεσσαί» καί τό «Ἄνωθεν» οἱ Προφῆται», τά ὁποῖα ἀναπτύσσονται μικρογραφικά στό πλαίσιο τῆς ἐπενδύσεως. Τήν Παναγία συνοδεύει καί πάλι ἡ προσωνυμία Η ΚΑΡΟΙΟΤΙΣΑ. Ἡ εἰκονογραφική σύνθεση στήν ἐπένδυση ἀποδίδει εἰκαστικά τήν Ἐνσάρκωση τοῦ Λόγου μέσῳ τῆς Θεοτόκου, ἐξαίροντας τή συμφωνία ἀνάμεσα σέ Παλαιά καί Καινή Διαθήκη. Στό ἄκρο τοῦ κάτω πλαισίου εἶναι χαραγμένη ἡ ἀκόλουθη ἐπιγραφή: ΜΝΗΣΘΗΤΙ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΘΕΟΤΟΚΕ, Ἡ ΠΡΟΣΤΑΤΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΤΟΥ ΑΘΩ ΠΑΝΤΩΝ ΤΩΝ ΕΝ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΙΣ ΣΚΗΤΕΣΙ ΚΑΙ ΚΕΙΛΛΕΙΟΙΣ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΩΝ ΤΟΥ ΚΟΣΜΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΟΥ ΤΑΥΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΣ ΚΑΙ Α / ΞΙΩΣΟΝ ΠΑΝΤΑΣ ΤΙΣ ΟΥΡΑΝΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ. ΕΤΕΧΝΕΙΤΕΥΘΗ ΔΙΑ ΧΙΡΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ ΥΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΑΙΝΙΤΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟ ΑΩΛΣΤ’ ΕΤΟΣ ΕΝ ΤΗ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΟΥ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ, ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΟΥ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΥ 1836 ΕΤ[ΕΙ].

Ἀπό τήν ἐπιγραφή πληροφορούμεθα ὅτι ἡ ἐπένδυση ἔγινε τό 1836 ἀπό τόν ἀργυροχρυσοχόο Ἰωάννη ἀπό τήν Αἶνο τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης, μέ ἐπιμέλεια τοῦ ἀρχιμανδρίτου Διονυσίου Βατοπαιδινοῦ καί ἀποτελεῖ συλλογικό ἀφιέρωμα ἁγιορειτῶν ἱερομονάχων καί μοναχῶν.

Τό προσωνύμιο «ΚΑΡΙΩΤΙΣΣΑ»

Σύμφωνα μέ ἁγιολογικά στοιχεῖα σερβικῶν πηγῶν τοῦ 13ου αἰῶνα (Βίος γραμμένος ἀπό τόν Δομετιανό), ὁ ἅγιος Σάββας, ὁ ἱδρυτής τῆς Μονῆς Χιλανδαρίου καί πρῶτος ἀρχιεπίσκοπος Σερβίας, ἐπιστρέφοντας ἀπό τό προσκύνημα του στά Ἱεροσόλυμα στίς ἀρχές τοῦ 13ου αἰῶνα, πέρασε τό 1229 ἀπό τίς Καρυές, ὅπου προσκύνησε τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας Καριώτισσας. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ εἰκόνα «Ἄξιόν Ἐστί» προϋπῆρχε τῶν ἀρχῶν τοῦ 13ου αἰῶνα καί ἔφερε τήν προσωνυμία «Καριώτισσα».

Ἡ εἰκόνα τοῦ Πρωτάτου φέρει τήν προσωνυμία Η ΚΑΡΙΩΤΙΣΣΑ, ἡ ὁποία συνδέεται μέ τόν τόπο τιμῆς τῆς εἰκόνας, τίς Καρυές. Ἡ προσωνυμία αὐτή τῆς Παναγίας, πού παραδίδεται ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 13ου αἰῶνα, εἶναι διαδεδομένη στά βυζαντινά χρόνια. Σέ χειρόγραφα τῆς βιβλιοθήκης τοῦ Πρωτάτου καί σέ κτητορικά σημειώματα καί σέ λειτουργικά χειρόγραφα τοῦ ναοῦ, ἡ Παναγία ἀποκαλεῖται «πανύμνητος, θεία καί ἀπόλυντος κόρη, ἡ Καρυώνυμος ἤ τῶν Καρεῶν». Ἡ ἴδια προσωνυμία ΚΑΡΙΩΤΙΣΣΑ ἐπαναλαμβάνεται καί στήν ἐπένδυση τοῦ 1836. Τόν 18ο αἰῶνα καθιερώνεται γιά τήν ἐφέστιο εἰκόνα τοῦ Πρωτάτου καί ἡ προσωνυμία ΕΛΕΟΥΣΑ, ἡ ὁποία ἀπαντᾶ εὐρύτατα σέ φορητές καί σέ χάρτινες εἰκόνες.

Ἀντίγραφα του «Ἄξιον Ἐστί»

Ἀπό τά ἀντίγραφα του «Ἄξιόν Ἐστι», πού σώζονται πιστότερο εἶναι αὐτό, πού βρίσκεται στόν ἱερό ναό τοῦ Πρωτάτου, καί εἶναι ἀφιέρωμα τοῦ Πρώτου Σεραφείμ (πρῶτο μισό τοῦ 16ου αἰῶνα).

Ἀπό τά μέσα τοῦ 19ου αἰῶνα ἐμφανίζεται σέ περιορισμένο ἀριθμό ἀντιγράφων τῆς εἰκόνας «Ἄξιόν Ἐστι» ἡ προσωνυμία Η ΠΡΩΤΑ’Ι’ΤΙΣΣΑ, ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙΝ. Ἡ προσωνυμία Πρωταϊτισσα, πού συνδέεται μέ τόν χῶρο τιμῆς τοῦ ναοῦ τοῦ Πρωτάτου, ἀπαντᾶ σέ εἰκόνες τῆς Μονῆς Παντοκράτορος (1864), τῆς Μονῆς Καρακάλλου (1875) καί σέ εἰκόνα, πού ἀπεστάλη ἀπό τήν Ἱερά Κοινότητα στή Ρωσία, ἔργο τοῦ Βενιαμίν Κοντράκη (1872), ἡ ὁποία περιλαμβάνει τίς ἑορτές τῶν 20 ἱερῶν Μονῶν ζωγραφισμένες σέ μετάλλια.

Βενιαμίν Κοντράκη - Ἀντίγραφο τῆς εἰκόνας (1872)

Σύγχρονα ἀντίγραφα τῆς ἱερᾶς εἰκόνας ἔχουν σταλεῖ ἀπό τήν Ἱερά Κοινότητα στίς ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες τῆς Γεωργίας, τῆς Βουλγαρίας καί τῆς Φιλανδίας, ὕστερα ἀπό αἰτήσεις τῶν προκαθημένων τους.

Μεταφορά της εικόνας

Ἡ σεβάσμια αὐτή εἰκόνα μεταφέρεται ἀπό τό Ἱερό Βῆμα στό προσκυνητάριο μπροστά ἀπό τόν βορειοανατολικό πεσσό τοῦ ἱεροῦ τίς παρακάτω ἑορτάσιμες ἡμέρες:

Τήν 11η Ἰουνίου, ἑορτή του «Ἄξιόν Ἐστι», τήν Κυριακή τῶν Ἁγιορειτῶν Πατέρων, τη 15η Αὐγούστου, ἑορτή τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου (πανήγυρη τοῦ ναοῦ), ἀπό τήν παραμονή τῶν Χριστουγέννων ὡς τά Θεοφάνεια καί ἀπό τό Μέγα Σάββατο ὡς τήν Κυριακή τοῦ Θωμᾶ.

Ἡ εἰκόνα αὐτή μεταφέρθηκε ἀπό τήν Ἱερά Κοινότητα γιά προσκύνηση καί ἁγιασμό τῶν πιστῶν στήν Ἀθήνα, τήν Θεσσαλονίκη καθώς καί στήν Κύπρο, γιά εἰδικούς κάθε φορά λόγους.

1. ΙΕΡΑ ΚΟΙΝΟΤΗΣ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΑΘΩ – Θαυματουργές εικόνες στο Περιβόλι της Παναγίας, Σύγχρονοι Ορίζοντες (2012)

Περιεχόμενα
Scroll to Top