Αρχιμ. Βασίλειος Γοντικάκης

Ἀρχ. Βασιλείου Γοντικάκη, Ἄξιόν Ἐστι… Παρθενικὴ Πανήγυρις

«…Δὲν εἶναι μόνον αὐτὴ μακαρία. Δι’ αὐτῆς, τῆς ἀειμακαρίστου καὶ παναμώμου, μποροῦν ὅλοι νὰ γίνουν μακάριοι. Αὐτὴ εἶναι ποὺ ἄκουσε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ διὰ τοῦ ἀγγέλου, τὸν δέχτηκε ὑπάκουα καὶ ἁγνά.

Καὶ δὲν τὸν φύλαξε μόνο, ἀλλὰ συνεκράθη μὲ αὐτὸν καὶ σαρκοποίησε καὶ γέννησε τὸν Θεάθρωπο Κύριο. Καὶ ἁγιάστηκε ἡ Ἴδια ἐξ αὐτοῦ. Καὶ ἔγινε Παναγία. Γιατί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ παρθενικὴν μήτραν ἡγίασεν τῷ τόκῳ αὐτοῦ. Καὶ τώρα κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ ἀκούση τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Νὰ τὸν φυλάξη μέσα του. Καί, κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τῆς Παρθένου, νὰ συλλάβη τὴν χαρὰ τὴν ἄφατη καὶ νὰ γίνη κατὰ χάριν μήτηρ Θεοῦ…

…Ἕνα τέτοιο ὑπάκουο παιδὶ τῆς Παναγίας, ἐκλεκτὸς ἐν μοναχοῖς, εἶναι καὶ ὁ ἀνώνυμος ὑποτακτικὸς ποὺ δέχτηκε ἀπὸ τὸν Ἀρχάγγελο Γαβριὴλ τὸν οὐράνιο ὕμνο στὸν λάκκο τῆς Καψάλας. Σταματᾶνε οἱ σκέψεις, οἱ ἰδέες, καὶ ἐκβλύζουν τὰ πάντα σ’ ἕναν ὕμνο δοξολογίας, αἶνο καὶ μακαρισμὸ τῆς Παρθένου Θεοτόκου: «Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς…».

Εἶναι ὁ ὕμνος ποὺ ἐψάλη ἀπὸ τὸν Ἀρχάγγελο. Εἶναι τὸ μεγαλυνάριο ποὺ συγκεντρώνει ὅλους τους ὕμνους καὶ προχωρεῖ ἀπὸ τὸν λάκκο τοῦ Ἄδειν στὴν θάλασσα τῶν χαρισμάτων τῆς Παναγίας. Ἔκαμε δῶρο τὴν πέτρα ποὺ χαράκτηκαν τὰ λόγια τοῦ ὕμνου, τὸν ἀγγελοδίδακτο ἦχο, καὶ τὴν ἁγία εἰκόνα τῆς Θεοτόκου μπροστὰ στὴν ὁποία ἔψαλε ὁ ἄγγελος.

Καὶ αὐτὸς ἔφυγε. Ἔμεινε ἄγνωστος καὶ ἀνώνυμος. Τοῦ φτάνει νὰ ζῆ μὲ τοὺς ἀγγέλους ἐσαεὶ καὶ νὰ ψάλλη μὲ τὶς οὐράνιες χοροστασίες τὸν ὕμνο τῆς Παρθένου, τὸ «Ἄξιόν ἐστι». Καὶ νὰ μετέχη τῆς χάριτος τοῦ ἀνωνύμου ὀνόματος, ποὺ εἶναι ὁ Κύριος. Καὶ ὁ ἀνώνυμος μοναχὸς χαίρεται μόνον ὅταν ἐμεῖς χαιρώμαστε τὴν χαρὰ τῶν ἀγγέλων καὶ ὑμνοῦμε τὴν Θεομήτορα καὶ δεχώμαστε τὴν θεία Της εὐμένεια. Καὶ αὐτὸ εἶναι τὸ ὄνομά του, ὁ πλοῦτος του, ἡ ζωή του, ἡ τρυφή του, ἡ δόξα καὶ ἡ ἀνάπαυσί του, νὰ μὴν ἔχη ἀνάπαυσι (Ἀποκ. δ΄ 8) καὶ νὰ ψάλλη διὰ παντὸς μετὰ τῶν μακαρίων πνευμάτων τὸ «Ἄξιόν ἐστι» τῆς Παρθένου. Καὶ τὸ «ἄξιον τὸ ἀρνίον» τῆς Ἀποκαλύψεως (Ε΄ 12).

Ανάμεσα στην χορεία των Αγίων του Άθω, στα αριστερά, ο Όσιος Γαβριήλ του «Ἄξιόν ἐστιν»

Καὶ ὁ ὕμνος αὐτὸς ἔγινε ὕμνος παναγιορείτικος. Ὕμνος πανορθόδοξος. Ὕμνος ποὺ μπῆκε στὴν καρδιὰ τῆς Θείας λειτουργίας. Καὶ ἡ εἰκόνα τοῦ «Ἄξιόν Ἐστι» τοποθετήθηκε στὴν κεντρικώτερη καὶ ψηλότερη θέσι τοῦ συνθρόνου στὸν ναὸ τοῦ Πρωτάτου. Καὶ στὴν θεία ἀναφορά, ἀφοῦ θὰ ὑμνήση ὁ Ἱερεὺς τὸ Θεὸ μὲ τοὺς λόγους: «Ἄξιον καὶ δίκαιον σὲ ὑμνεῖν, σὲ αἰνεῖν, σοὶ εὐχαριστεῖν…», καὶ μετὰ τὸν καθαγιασμὸ τῶν Τιμίων Δώρων ὁ λαὸς ἐκφώνως καὶ ἐμμελῶς ψάλλει τὸ «Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς μακαρίζειν σε τὴν Θεοτόκον…». Ἀφοῦ δοξολογηθῆ καὶ ὑμνηθῆ, ἀναπεμφθῆ εὐχαριστία στὸν ἀόρατο καὶ ἀκατάληπτον Θεό, δοξολογοῦμε καὶ τὴν ἀειπάρθενο Κόρη, τὴν Θεοτόκο Μαρία, τῶν ἀσωμάτων τὸ ἄσμα καὶ τῶν πιστῶν τὸ ἐγκαλώπισμα. αὐτὴ εἶναι ἡ προσφορὰ τῆς ἀνθρωπότητος στὸν Θεό, ἡ καθαρότητι ἀγγέλους ὑπεράρασα. «Ἡμεῖς προσφέρομεν Μητέρα Παρθένον».

Καὶ τώρα ποὺ γιορτάζουμε τὰ χίλια χρόνια τοῦ ἀγγελοδίδακτου ὕμνου, δὲν κάνουμε ἁπλῆ ἱστορικὴ ἀναδρομή. Ζοῦμε ἐδῶ ἐκεῖνο τὸ θαῦμα τώρα. Ἔχομε τὴν ἴδια ἅγια εἰκόνα μπροστά μας. Ἔχομε τὸν ἀρχάγγελο γαβριὴλ ποὺ ψάλλει μετὰ τῶν μακαρίων πνευμάτων. Ἔχομε τὸν ἀνώνυμο μοναχὸ καὶ τὸν ἄγνωστο ἁγιογράφο. Ἔχομε συγκεντρωμένους ὅλους τοὺς ἐπωνύμους καὶ ἀνωνύμους, οἱ ὁποῖοι στοὺς αἰῶνες ποὺ πέρασαν, ταπεινώθηκαν, ἔκλαψαν, πόνεσαν, ἀγάπησαν καὶ ἄκουσαν ὕμνους ἀνάκουστους, εἶδαν ὁράματα μυστικά, τράφηκαν μὲ οὐράνιο μάννα, ἐνετρύφησαν στὴν χαρὰ τοῦ παραδείσου, νίκησαν τὴν φθορὰ καὶ μπῆκαν θείᾳ χάριτι στὴν ἐλευθερία τῆς μελλούσης Βασιλείας.

Ἐδῶ, διὰ τῆς Θεοτόκου καὶ τοῦ Θεανθρώπου, στήν Θεία λειτουργία εἶναι παρόντα τά πάντα. Αὐτή εἶναι πού κατήργησε τούς φραγμούς εἶναι ἡ ἐν χρόνῳ τὸν ἄχρονον ἀφράστως κυήσασα, ἡ τῷ θείῳ τόκῳ Της τυπώσασα τὸν ἔξω τόπου τῇ Θεότητι ὑπάρχοντα. Καὶ τοὺς κοσμικῶς καὶ χρονικῶς διεσπαρμένους ὁμοχώρους καὶ συγχρόνους ποιεῖ. Διὰ τοῦ θείου τόκου Της ἀνήχθημεν ἐν ὑπερώῳ λειτουργικῷ τόπῳ ὅπου τὰ φοβερὰ τελεσιουργεῖται.

Γιὰ ὅλα αὐτὰ ἄξιον ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν τὴν Θεοτόκον.

Η Παναγία του "Άξιον εστίν" χωρίς την αργυρή επένδυση.
Η Παναγία «Ἄξιόν ἐστιν»

Καὶ μεῖς ἀξιωνόμαστε νὰ μένωμε στὸ περιβόλι Της. Καὶ εἶναι κατὰ χάριν μεθ’ ἡμῶν. Ἐνῶ μετέστη πρὸς τὴν ζωήν, τὸν κόσμον οὐ κατέλιπε. Καὶ γέμισε τοὺς λάκκους καὶ τὰ ὑψώματα τοῦ Ὄρους μὲ παιδιὰ δικά Της, ταπεινὰ καὶ ἅγια, ποὺ ψάλλουν μὲ ἀγγέλους. Καὶ τοὺς κάνει συντροφιὰ ἡ Θεομήτωρ. Καὶ γράφονται στὶς καρδιὲς καὶ τὶς πέτρες θεῖοι ὕμνοι. Καὶ μένουν στὴν ἀτμόσφαιρα καὶ στὰ κελλιὰ καὶ τὰ χώματα καὶ τὴν μνήμη ἀρώματα οὐράνιας εὐωδίας. Καὶ φωτίζουν τὸν ὁρίζοντα τὴν νύχτα καὶ τὴν μέρα θεῖες ὀπτασίες. Καὶ καθημερινῶς ὑμνοῦμε «τὴν καθαρὰν οἱ ἀκάθαρτοι».

Εἶναι τὰ κελλιά, τὰ μοναστήρια, τὰ ἡσυχαστήρια, τὰ μονοπάτια, τὰ κοιμητήρια γεμᾶτα Θεομητορικὴ παρουσία καὶ κατάνυξι, ποὺ νίκησε τὸ θάνατο, καταργεῖ τὶς ἀποστάσεις καὶ γεμίζει τὰ πάντα παρηγοριά. γι’ αὐτὸ δοξολογοῦμε, εὐγνωμονοῦμε καὶ νοιώθουμε ὅτι εἶναι φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος. Δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο, ἀλλ’ οἶκος Θεοῦ. Καὶ αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ. Εἶναι ἀναρίθμητα τὰ θαύματα τῆς Παναγίας, τῆς Παρθένου, τῆς φοβερᾶς Προστασίας τοῦ Ὄρους, τῆς Πορταϊτίσσης, τῆς Γλυκοφιλούσης, τῆς Ὁδηγητρίας, τῆς Γοργοϋπηκόου, τῆς Ἐσφαγμένης, τῆς Κουκουζέλισσας. Τῆς χάριτος τῆς φανερᾶς καὶ ἀγνώστου τῆς Παναγίας.

Παρ’ ὅλες τὶς ἀδυναμίες μας, παρ’ ὅλες τὶς ἐπιθέσεις διὰ τῶν αἰώνων, τῶν πειρατῶν, τῶν κουρσάρων, τῶν κατακτητῶν, τῶν δαιμόνων, τῶν ποικίλων πειρασμῶν, τὸ Ὄρος μένει ἅγιο καὶ ἱερό, μοναχικὸν καταγώγιον, ἰδιαίτατον ἐνδιαίτημα τῆς Παρθένου. Καὶ εἶναι σ’ αὐτὸ κατὰ τὴν ἀψευδῆ ὑπόσχεσί Της ἡ Θεοτόκος ἄμαχος σύμμαχος, τῶν πρακτέων ὑφηγητής, τῶν μὴ πρακτέων ἑρμηνευτής, τροφεύς, κηδεμὼν καὶ ἰατρός.

Καὶ ἐφ’ ὅσον τόσες φορὲς κάθε μέρα, τώρα καὶ χίλια χρόνια, ἔμεινε ἡ Κυρία Θεοτόκος πιστὴ στὴν ὑπόσχεσί Της, εἴμαστε βέβαιοι ὅτι αὐτὴ ἡ ὄντως φιλόστοργος Μητέρα θὰ μᾶς συμπαρασταθῆ καὶ τὴν ὥρα τὴν φοβερὰ τῆς δίκης καὶ θὰ γίνη πρέσβυς πρὸς τὸν Υἱόν Της, ὅπως μᾶς ὑποσχέθηκε, ὅταν Ἐκεῖνος ἔλθῃ κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς.

Ἔτσι, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ μέγιστα γεγονότα τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου, τὰ ὁποῖα δι’ αὐτῆς διεπράχθη, εἶναι ἄξιον καὶ δίκαιον νὰ ποῦμε καὶ νὰ ψάλλωμε καὶ γιὰ τὰ χίλια χρόνια τῆς παρουσίας τῆς Κυρίας Θεοτόκου στὸ Περβόλι Της ἀκόμη μιὰ φορὰ μ’ ὅλη μας τὴν καρδιὰ τό:

«Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς μακαρίζειν σε τὴν Θεοτόκον…»

1. Απόσπασμα από την ομιλία του Αρχιμ. Βασίλειου Γοντικάκη, στον Ιερό Ναό του Πρωτάτου, το 1982, κατά τον εορτασμό της χιλιετηρίδος του ύμνου «Ἄξιόν ἐστιν».

Search
Scroll to Top